Κείμενο - "Παραμύθια Δανικά - Το ασχημόπαπο" Χ. Κ. Άντερσεν, Δ. Βικέλας

κλείστε και ξεκινήστε να πληκτρολογείτε
Και έμενεν εκεί ακίνητον και ήσυχον, ενώ εσφύριζαν τα σκάγια εις τα καλάμια και έπιπταν οι τουφεκισμοί. Επί τέλους, προς το βασίλευμα του ηλίου ησύχασεν ο θόρυβος. Αλλά το παπί δεν ετολμούσε να σαλεύση. Επερίμενε πολλήν ώραν πριν τολμήση να ιδή τι γίνεται τριγύρω του. Έπειτα εσηκώθη και επέταξε γρήγορα να φύγη από τον βάλτον εκείνον. Αλλά εις τον δρόμον το επρόφθασε μία φοβερά ανεμοζάλη. Επετούσε με δυσκολίαν από χωράφι εις λειβάδι και εγύρευε καταφύγιον.

Όταν ενύκτωνεν, έφθασεν εις μίαν καλύβην. Η καλύβη αυτή ήτο τόσον παλαιά και ερειπωμένη, ώστε ενόμιζες ότι θα πέση· ήτο ωσάν να μη ήξευρεν η ιδία απο ποίον μέρος να πέση, και διά τούτο έμενεν ορθή. Ο δε άνεμος εφυσούσε με τρομεράν δύναμιν, και το παπί εκάθισε χαμηλά διά να μη το πάρη η τρικυμία. Τότε παρετήρησεν ότι η θύρα της καλύβης είχε στραβώσει, και έμενε μία τόσον μεγάλη χαραγματιά, ώστε ημπορούσε να περάση διά μέσου. Εχώθη λοιπόν απ' εκεί μέσα εις την καλύβην. Εκεί εκατοικούσε μία γραία με ένα γάτον και με μίαν όρνιθα, η οποία έκαμνε κάθε ημέραν έν αυγόν. Την αυγήν όταν είδαν το παπί εις την καλύβην, ο γάτος εσήκωσε την ράχιν του υψηλά υψηλά, η όρνιθα εκακάνισεν, η δε γραία είπε: Τι είναι τούτο; Και επειδή δεν εκαλόβλεπεν, ενόμισεν ότι ήτο πάπια και είπε: Καλά την έχομεν, τώρα θα έχω και πάπιας αυγά.

Αλλά το παπί έμεινε τρεις εβδομάδας εις την καλύβην και αυγόν η γραία δεν είδεν, ώστε εθύμωσε με το παπί και δεν το εκαλομεταχειρίζετο. Και ο γάτος δε και η όρνιθα δεν το έβλεπαν με καλόν μάτι, ώστε μίαν ημέραν εστενοχωρήθη το άτυχον παπί και έφυγεν από την καλύβην.

Επλησίαζεν εν τούτοις το φθινόπωρον. Τα φύλλα εις το δάσος εκιτρίνιζαν και εκοκκίνιζαν, ο δε ψυχρός άνεμος τα ήρπαζε και τα έκαμνε να χοροπηδούν. Τα σύννεφα εχαμήλωναν ωσάν να τα εβάρυναν τα χιόνια, και οι κόρακες εκρύωναν και εφώναζαν κρωκ, κρωκ! Το παπί έβλεπεν όλα αυτά και ήτο συλλογισμένον. Έν βράδυ, ενώ ο ήλιος εβασίλευεν εις όλην του την ωραιότητα, έν κοπάδι μεγάλων πτηνών κατέβηκεν από τον ουρανόν· ήσαν κάτασπρα με μεγάλους λαιμούς, τους οποίους εκινούσαν με πολλήν χάριν. Ήσαν κύκνοι. Εφώναζαν μίαν περίεργην φωνήν, ήπλωναν τα λαμπρά κάτασπρα πτερά των, και ητοιμάζοντο να φύγουν από τα ψυχρά κλίματα εις άλλους ωραίους τόπους, όπου τους επερίμενεν ο ήλιος πάλιν. Και επέταξαν υψηλά υψηλά! Το δε άσχημον παπί ησθάνετο κάτι παράδοξον αίσθημα ενώ τους έβλεπε να πετούν. Εστρεφογύριζεν εις το νερόν ωσάν τροχός, ετέντωνε τον λαιμόν του διά να βλέπη τους κύκνους, και έξαφνα επέταξε μίαν τόσον μεγάλην και περίεργην φωνήν, ώστε ετρόμαξε το ίδιον. Δεν ημπορούσε να μη τα βλέπη τα ωραία εκείνα πτηνά· και αφού έφυγαν και δεν εφαίνοντο πλέον, εβούτησεν έως εις τον πάτον της λίμνης όπου εκολυμβούσε, και όταν ανέβη εις την επιφάνειαν, ήτο ωσάν τρελόν. Δεν ήξευρε πως τα λέγουν εκείνα τα πτηνά, αλλά ησθάνετο ότι τα αγαπά καθώς ποτέ δεν είχεν αγαπήσει ακόμη. Και δεν τα εζήλευε διόλου. Πώς να τολμήση το δυστυχισμένον να φαντασθή ότι ημπορούσε ποτέ να παραβληθή με τα ωραία εκείνα πτηνά, διά να τα ζηλεύση!

Και ο χειμών ήλθε ψυχρός, παγωμένος! Το παπί εκολυμβούσεν ακατάπαυστα εις το νερόν διά να μη το αφήση να παγώση, αλλά κάθε νύκτα εστένευε περισσότερον η τρύπα εις την οποίαν ημπορούσε να κολυμβά, και εκινούσε τα ποδάρια του διά να μη παγώση όλη η τρύπα· αλλ' επί τέλους κατεκουράσθη το πτωχόν και δεν ημπορούσε να κινηθή, μίαν νύκτα δε ο πάγος το έκλεισε και το έσφιγγε γύρω γύρω.

Την αυγήν ένας χωρικός επέρασε και είδε το παπί παγωμένον εκεί και το ελυπήθη. Επάτησε λοιπόν επάνω εις το κρυσταλλωμένον νερόν, έσπασε τον πάγον με το υπόδημά του και επήρε το παπί εις την καλύβην του, να το δώση της γυναικός του. Εκεί εις την ζέστην εζωντάνευσε το ταλαίπωρον. Τα παιδιά του χωρικού ηθέλησαν να παίξουν μαζή του· Αλλά το τρομασμένον παπί εφοβήθη ότι ήθελαν να το πειράξουν και έφυγε τρεχάτον εις μίαν κανάταν γεμάτην με γάλα, και με το πτερούγιασμά του ερράντισε με γάλα όλην την καλύβην· η γυναίκα του χωρικού εκτύπησε τα χέρια της διά να το τρομάξη, και έφυγε το παπί μέσα από το γάλα, και έτρεξε και εχώθη εις έν βαρέλι γεμάτον αλεύρι, και εβγήκεν απ' εκεί κάτασπρον. Η γυναίκα εφώναξε θυμωμένη και έρριψε την σκούπαν επάνω του να το κτυπήση. Τα παιδιά το εκυνηγούσαν και εξεκαρδίζοντο γελώντα. Κατ' ευτυχίαν η θύρα ήτο ανοικτή και το παπί επρόφθασε να φύγη, και εχώθη μέσα εις τα γυμνά χαμόκλαδα, και εκάθισεν εις το χιόνι αφανισμένον από την κούρασιν.

Πού να σας διηγηθώ τι υπέφερε το δυστυχισμένον έως ότου να περάση ο χειμών.

Επί τέλους ο ήλιος ήρχισε πάλιν να καίη και τα πουλάκια να κελαδούν. Ήλθε πάλιν η άνοιξις.

Το παπί ησθάνθη τότε ότι τα πτερά του εδυνάμωσαν. Εκτυπούσαν τον αέρα με δύναμιν και το εσήκωναν υψηλά, και χωρίς και αυτό το ίδιον να ηξεύρη πώς το κατώρθωσε, ευρέθη έξαφνα μίαν ημέραν εις ένα ωραίον κήπον, όπου εμύριζε γλυκά η πασχαλιά, τα δε κλαδιά των δένδρων ήγγιζαν μίαν μικράν λίμνην, της οποίας το νερόν έλαμπεν ωσάν καθρέπτης. Και είδε τρεις ωραίους κύκνους, οι οποίοι κατέβησαν από το χόρτον εις την λίμνην, και εκολυμβούσαν ελαφρά και εκινούσαν με χάριν τους λαιμούς των.

Το παπί ενθυμήθη τους κύκνους και εμελαγχόλησε. θα με σκοτώσουν, είπε, τα μεγαλοπρεπή αυτά πτηνά, διότι τολμώ να τα πλησιάσω. Αλλά θα υπάγω κοντά των. Καλλίτερα να με σκοτώσουν αυτά, παρά να με δαγκάνουν πάπιαι, να με κτυπούν όρνιθες, να με σπρώχνη η επιστάτρια του ορνιθώνος, και να ψοφώ τον χειμώνα από το κρύον και την πείναν.

Και επέταξε και έπεσεν εις το νερόν και ήρχισε να κολυμβά. Οι κύκνοι άμα το είδαν ήνοιξαν τα πτερά των και εκολύμβησαν προς αυτό. Σκοτώσατέ με, είπε το κακόμοιρον. Και έσκυβε τον λαιμόν του ωσάν να επερίμενε τον θάνατον. Αλλά εκεί όπου έσκυπτε τι να ιδή εις το νερόν; Είδε τον εαυτόν του. Αλλ' αντί να ιδή έν ασχημόπαπον άνοστον και κακοκαμωμένον, είδεν ένα ωραίον κύκνον.