Όταν επλησίασε ο καιρός να παραδώση την Ιζόλδη στους ιππότες της Κορνουάλης, η μητέρα της εμάζεψε χόρτα, άνθη και ρίζες, τα ανακάτεψε μέσα σε κρασί, και ετοίμασε ένα δυνατό ποτό. Αφού το αποτελείωσε με μαγικές τέχνες, τώκλεισε μέσα σ' ένα μπουκαλάκι και είπε κρυφά στη Βραγγίνα.
- Κόρη, θακολουθήσης την Ιζόλδη στη χώρα του Βασιληά Μάρκου, και θα την αγαπάς με πιστή αγάπη. Πάρε λοιπόν αυτό το μπουκαλάκι με το κρασί και κράτα καλά τα λόγια μου. Κρύφ' το με τέτοιον τρόπο ώστε κανένα μάτι να μη το ιδή και κανένα χείλι να μη τ' αγγίση. Αλλά όταν τη νύχτα του γάμου έρθη η στιγμή που αφήνουν μοναχούς τους συζύγους, θα χύσης αυτό το κρασί σ' ένα ποτήρι, και θα το παρουσιάσης στο Βασιληά Μάρκο και στην Ιζόλδη να το πιούν μαζύ. Πρόσεξε, κόρη, καλά ώστε μονάχα οι δυο τους να μπορέσουν να πιούν απ' αυτό το ποτό. Γιατί τέτοια είναι η δύναμί του: κείνοι που θα πιούν μαζύ, θ' αγαπηθούν με όλες της αισθήσεις τους και όλη τους την ψυχή, πάντα, στη ζωή και στο θάνατο".
Η Βραγγίνα υπεσχέθη στη Βασίλισσα ότι θάκανε κατά το θέλημά της.
Το καράβι έσχιζε τα βαθειά κύματα κ' έφερνε μακρυά την Ιζόλδη. Αλλά όσο έφευγε μακρύτερα από την Ιρλανδική γη, τόσο θλιβερώτερα θρηνούσε η τρυφερή κόρη. Καθισμένη κάτω από τη σκηνή όπου είχε κλειστή μαζύ με τη Βραγγίνα, την υπηρέτρια της, θυμότανε την πατρίδα της κ' έκλαιγε.
"Πού την επήγαιναν αυτοί οι ξένοι; Σε ποιον; Τι την περίμενε;" Όταν την επλησίαζε ο Τριστάνος κ' ήθελε να την ησυχάση με γλυκά λόγια, εθύμωνε, τον έδιωχνε, και το μίσος εφούσκωνε την καρδιά της. Είχ' ερθή αυτός ο άρπαγας, ο φονηάς του Μόρχολτ, και την επήρε με πανουργίες από τη μητέρα της και την πατρίδα της. Δεν κατεδέχτη να την κρατήση για τον εαυτό του, παρά να που την έπερνε σαν λάφυρο στα κύματα, για τον εχθρικό του τόπο. "Κακομοίρα! έλεγε μέσα της. Καταραμένη νάναι η θάλασσα που με βαστάει. Καλλίτερα θα προτιμούσα να πεθάνω στον τόπο που γεννήθηκα παρά να ζήσω κει κάτω!..."
Μια μέρα, οι άνεμοι έπεσαν, και τα πανιά κρεμόντανε, χαλαρωμένα, σ' τα κατάρτια. Ο Τριστάνος είπε κι' άραξαν σ' ένα νησί. Βαρυεστημένοι από τη θάλασσα, οι εκατό ιππότες της Κορνουάλλης και οι ναυτικοί κατέβηκαν στην παραλία. Μοναχά η Ιζόλδη με μια μικρή υπηρέτρια είχανε μείνει στο καράβι. Ο Τριστάνος ήρθε στη Βασίλισσα και προσπαθούσε να γαληνέψη την καρδιά της. Καθώς έκαιγε ο ήλιος και διψούσαν, ζητήσανε να πιούν. Η μικρή υπηρέτρια έψαξε να βρη κανένα ποτό, μέχρις ότου ανακάλυψε το μπουκαλάκι που είχεν εμπιστευτή η μητέρα της Ιζόλδης στη Βραγγίνα.
- Ηύρα κρασί! τους εφώναξε.
Όχι δεν ήτανε κρασί. Ήτανε το πάθος, η τραχειά χαρά, και η αγωνία η ατελείωτη, κι' ο θάνατος. Η μικρή γέμισε ένα ποτήρι και τώδωσε στην κυρία της. Εκείνη ήπιε με μεγάλες ρουφηξιές, κ' έπειτα τώδωσε στον Τριστάνο, ο οποίος το άδειασε.
Εκείνη τη στιγμή εμπήκε η Βραγγίνα και τους είδε που κύτταζαν ο ένας τον άλλο αμίλητοι, σαν ζαλισμένοι και σαν μαγεμένοι. Είδε μπροστά τους το μπουκαλάκι, σχεδόν άδειο, και το ποτήρι. Πήρε το μπουκαλάκι, έτρεξε στην πρύμη, το πέταξε στη θάλασσα και φώναξε θρηνώντας:
"Δυστυχισμένη εγώ! Καταραμένη νάναι η μέρα που γεννήθηκα, καταραμένη η μέρα που μπήκα σ' αυτό το καράβι! Ιζόλδη, φίλη, και σεις, Τριστάνε, το θάνατό σας ήπιατε!"
... Και πάλι το καράβι αρμένιζε για το Τινταγκέλ. Φαινότανε στον Τριστάνο ότι ολοζώντανος βάτος με κοφτερά αγκάθια και μεθυστικά άνθη εβύθιζε της ρίζες του στο αίμα της καρδιάς του και με δυνατά δεσμά ένωνε το σώμα του στο ωραίο σώμα της Ιζόλδης, και μαζύ όλη τη σκέψι του κι' όλες της επιθυμίες του. Σκεφτότανε: "Αντρέ, Ντενοαλέν, Γκενελόν, και Γοντοΐν, άπιστοι που με κατηγορούσατε ότι είχα στο μάτι τη χώρα του Βασιληά Μάρκου! Α! είμαι ακόμα πειο τιποτένιος, κ' έχω άλλο πράγμα παρά τη χώρα του βάλει στο μάτι! Ωραίε θείε, που μ' αγάπησες ορφανό, προτού ακόμη ν' αναγνωρίσης το αίμα της αδερφής σου Μπλανσεφλέρ. Συ που μέκλαιγες τρυφερά όταν με τα ίδια σου τα χέρια με πήγαινες στη βάρκα που δεν είχε ούτε κουπιά ούτε πανιά... Γιατί καλλίτερα να μη διώξης από την πρώτη μέρα το περιπλανημένο παιδί, που ήρθε να σε προδώση; Α! μα τι έβαλα λοιπόν με το νου μου; Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου, κ' εγώ γυιός σου. Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου και δεν μπορεί να μ' αγαπήση!".
Η Ιζόλδη τον αγαπούσε. Ήθελε να τον μισή μολαταύτα: δεν την είχε περιφρονήσει κατά ένα χυδαίο τρόπο; Ήθελε να τον μισή. Και δεν μπορούσε. Και η καρδιά της ήτανε θυμωμένη για την τρυφερότητα αυτή, την πειο οδυνηρή από το μίσος.
Με αγωνία τους παρατηρούσε η Βραγγίνα. Και πειο σκληρά ακόμη βασανιζότανε αυτή, που μόνη ήξερε τι κακό είχε κάμει. Δυο μέρες τους παρακολούθησε, και τους είδε να διώχνουν κάθε τροφή, κάθε ποτό, πάθε στυλωτικό, και να ζητάη ο ένας τον άλλον σαν τυφλοί που βαδίζουν ψηλαφητά ο ένας προς τον άλλο: δυστυχισμένοι όταν εμαραίνοντο χωρισμένοι, και πειο πολύ δυστυχισμένοι όταν βρισκόντανε μαζύ και τρέμανε μπρος σ' τη φρίκη της πρώτης ομολογίας.
Την τρίτη μέρα, καθώς ο Τριστάνος πήγαινε κατά τη σκηνή τη στημένη στη γέφυρα του καραβιού, τον είδε η Ιζόλδη να πλησιάζη, και ταπεινά του είπε:
- Εμπάτε μέσα, κύριε.
- Βασίλισσα, απάντησε ο Τριστάνος, γιατί με λέτε κύριο. Δεν είμαι ίσα-ίσα υποτελής και υποταχτικός σας; υποχρεωμένος να σας σέβωμαι, να σας υπηρετώ και να σας αγαπώ σαν βασίλισσα μου και σαν κυρία μου;
Η Ιζόλδη απάντησε:
- Όχι, το γνωρίζεις ότι είσαι ο άρχοντάς μου και ο κύριός μου. Το γνωρίζεις ότι η δύναμί σου με κατέχει ολόκληρη και ότι είμαι σκλάβα σου. Α! γιατί καλλίτερα να μην ανοίξω τότε της πληγές του λαβωμένου τραγουδιστή; Γιατί να μην αφήσω να πεθάνη το φονηά του θεριού μέσα στα χόρτα του βάλτου; Γιατί να μην τον χτυπήσω, όταν ήτανε κατάκοιτος στο λουτρό, με το ξίφος που τώχα κι' όλα σηκώσει; Αλλοίμονο! δεν ήξερα τότε αυτό που ξέρω σήμερα!
- Ιζόλδη, τι ξέρετε λοιπόν σήμερα; τι είναι αυτό που σας βασανίζει;
- Α! όλα όσα ξέρω με βασανίζουν, κι' όλα όσα βλέπω. Κι' ο ουρανός αυτός με βασανίζει, κι' η θάλασσα και το σώμα μου κι' η ζωή μου.
Έβαλε το χέρι της στον ώμο του Τριστάνου.
Δάκρυα έσβυσαν της αστραπές των ματιών της. Τα χείλη της έτρεμαν.
Εκείνος ξανάπε:
- Φίλη, τι είναι λοιπόν αυτό που σας βασανίζει;
- Η αγάπη για σένα! απάντησε.
Τότε ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. Αλλά καθώς, για πρώτη φορά κι' οι δυο τους, ροφούσαν τη χαρά της αγάπης, η Βραγγίνα που τους παρακολουθούσε, άφησε μια φωνή, και με τα χέρια τεντωμένα ικετευτικά, με το πρόσωπο πλημμυρισμένο από δάκρυα, ερρίχτηκε στα πόδια τους:
"Δυστυχισμένοι! σταματήστε, και γυρίστε πίσω αν μπορείτε ακόμη! Αλλά όχι. Ο δρόμος δεν έχει γυρισμό, γιατί η δύναμι της αγάπης από τώρα κι' όλα ανίκητα σας τραβάει, και ποτέ πεια δε θα βρήτε χαρά δίχως λύπη. Σας κατέχει το μαγεμένο κρασί που ήπιατε, το ερωτικό ποτό που η μητέρα σας, Ιζόλδη, μου είχεν εμπιστευθή. Μονάχα ο Βασιληάς Μάρκος ώφειλε να το πιή με σας. Αλλά ο Σατανάς μας εκορόιδεψε και τους τρεις, κ' έτσι αδειάσατε σεις το ποτήρι. Φίλε Τριστάνε, φίλη Ιζόλδη, τιμωρήστε με για την κακή φύλαξι που έκαμα. Σας παραδίνω το σώμα μου, τη ζωή μου. Γιατί από δικό μου έγκλημα ήπιατε, στο καταραμένο ποτήρι, την αγάπη και το θάνατο!"
Οι αγαπημένοι εσφίχτηκαν δυνατά. Στα ωραία κορμιά τους ανατρίχιαζε η επιθυμία και η ζωή.
Ο Τριστάνος είπε:
- Ας έλθη λοιπόν ο θάνατος!
Και όταν η βραδυνή σκοτεινιά ετύλιξε το καράβι, - που ταχύτερα τώρα πηδούσε σ' τα κύματα για τη χώρα του Βασιληά Μάρκου, - αιώνια ενωμένοι, αφέθηκαν στον έρωτα!
- Κόρη, θακολουθήσης την Ιζόλδη στη χώρα του Βασιληά Μάρκου, και θα την αγαπάς με πιστή αγάπη. Πάρε λοιπόν αυτό το μπουκαλάκι με το κρασί και κράτα καλά τα λόγια μου. Κρύφ' το με τέτοιον τρόπο ώστε κανένα μάτι να μη το ιδή και κανένα χείλι να μη τ' αγγίση. Αλλά όταν τη νύχτα του γάμου έρθη η στιγμή που αφήνουν μοναχούς τους συζύγους, θα χύσης αυτό το κρασί σ' ένα ποτήρι, και θα το παρουσιάσης στο Βασιληά Μάρκο και στην Ιζόλδη να το πιούν μαζύ. Πρόσεξε, κόρη, καλά ώστε μονάχα οι δυο τους να μπορέσουν να πιούν απ' αυτό το ποτό. Γιατί τέτοια είναι η δύναμί του: κείνοι που θα πιούν μαζύ, θ' αγαπηθούν με όλες της αισθήσεις τους και όλη τους την ψυχή, πάντα, στη ζωή και στο θάνατο".
Η Βραγγίνα υπεσχέθη στη Βασίλισσα ότι θάκανε κατά το θέλημά της.
Το καράβι έσχιζε τα βαθειά κύματα κ' έφερνε μακρυά την Ιζόλδη. Αλλά όσο έφευγε μακρύτερα από την Ιρλανδική γη, τόσο θλιβερώτερα θρηνούσε η τρυφερή κόρη. Καθισμένη κάτω από τη σκηνή όπου είχε κλειστή μαζύ με τη Βραγγίνα, την υπηρέτρια της, θυμότανε την πατρίδα της κ' έκλαιγε.
"Πού την επήγαιναν αυτοί οι ξένοι; Σε ποιον; Τι την περίμενε;" Όταν την επλησίαζε ο Τριστάνος κ' ήθελε να την ησυχάση με γλυκά λόγια, εθύμωνε, τον έδιωχνε, και το μίσος εφούσκωνε την καρδιά της. Είχ' ερθή αυτός ο άρπαγας, ο φονηάς του Μόρχολτ, και την επήρε με πανουργίες από τη μητέρα της και την πατρίδα της. Δεν κατεδέχτη να την κρατήση για τον εαυτό του, παρά να που την έπερνε σαν λάφυρο στα κύματα, για τον εχθρικό του τόπο. "Κακομοίρα! έλεγε μέσα της. Καταραμένη νάναι η θάλασσα που με βαστάει. Καλλίτερα θα προτιμούσα να πεθάνω στον τόπο που γεννήθηκα παρά να ζήσω κει κάτω!..."
Μια μέρα, οι άνεμοι έπεσαν, και τα πανιά κρεμόντανε, χαλαρωμένα, σ' τα κατάρτια. Ο Τριστάνος είπε κι' άραξαν σ' ένα νησί. Βαρυεστημένοι από τη θάλασσα, οι εκατό ιππότες της Κορνουάλλης και οι ναυτικοί κατέβηκαν στην παραλία. Μοναχά η Ιζόλδη με μια μικρή υπηρέτρια είχανε μείνει στο καράβι. Ο Τριστάνος ήρθε στη Βασίλισσα και προσπαθούσε να γαληνέψη την καρδιά της. Καθώς έκαιγε ο ήλιος και διψούσαν, ζητήσανε να πιούν. Η μικρή υπηρέτρια έψαξε να βρη κανένα ποτό, μέχρις ότου ανακάλυψε το μπουκαλάκι που είχεν εμπιστευτή η μητέρα της Ιζόλδης στη Βραγγίνα.
- Ηύρα κρασί! τους εφώναξε.
Όχι δεν ήτανε κρασί. Ήτανε το πάθος, η τραχειά χαρά, και η αγωνία η ατελείωτη, κι' ο θάνατος. Η μικρή γέμισε ένα ποτήρι και τώδωσε στην κυρία της. Εκείνη ήπιε με μεγάλες ρουφηξιές, κ' έπειτα τώδωσε στον Τριστάνο, ο οποίος το άδειασε.
Εκείνη τη στιγμή εμπήκε η Βραγγίνα και τους είδε που κύτταζαν ο ένας τον άλλο αμίλητοι, σαν ζαλισμένοι και σαν μαγεμένοι. Είδε μπροστά τους το μπουκαλάκι, σχεδόν άδειο, και το ποτήρι. Πήρε το μπουκαλάκι, έτρεξε στην πρύμη, το πέταξε στη θάλασσα και φώναξε θρηνώντας:
"Δυστυχισμένη εγώ! Καταραμένη νάναι η μέρα που γεννήθηκα, καταραμένη η μέρα που μπήκα σ' αυτό το καράβι! Ιζόλδη, φίλη, και σεις, Τριστάνε, το θάνατό σας ήπιατε!"
... Και πάλι το καράβι αρμένιζε για το Τινταγκέλ. Φαινότανε στον Τριστάνο ότι ολοζώντανος βάτος με κοφτερά αγκάθια και μεθυστικά άνθη εβύθιζε της ρίζες του στο αίμα της καρδιάς του και με δυνατά δεσμά ένωνε το σώμα του στο ωραίο σώμα της Ιζόλδης, και μαζύ όλη τη σκέψι του κι' όλες της επιθυμίες του. Σκεφτότανε: "Αντρέ, Ντενοαλέν, Γκενελόν, και Γοντοΐν, άπιστοι που με κατηγορούσατε ότι είχα στο μάτι τη χώρα του Βασιληά Μάρκου! Α! είμαι ακόμα πειο τιποτένιος, κ' έχω άλλο πράγμα παρά τη χώρα του βάλει στο μάτι! Ωραίε θείε, που μ' αγάπησες ορφανό, προτού ακόμη ν' αναγνωρίσης το αίμα της αδερφής σου Μπλανσεφλέρ. Συ που μέκλαιγες τρυφερά όταν με τα ίδια σου τα χέρια με πήγαινες στη βάρκα που δεν είχε ούτε κουπιά ούτε πανιά... Γιατί καλλίτερα να μη διώξης από την πρώτη μέρα το περιπλανημένο παιδί, που ήρθε να σε προδώση; Α! μα τι έβαλα λοιπόν με το νου μου; Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου, κ' εγώ γυιός σου. Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου και δεν μπορεί να μ' αγαπήση!".
Η Ιζόλδη τον αγαπούσε. Ήθελε να τον μισή μολαταύτα: δεν την είχε περιφρονήσει κατά ένα χυδαίο τρόπο; Ήθελε να τον μισή. Και δεν μπορούσε. Και η καρδιά της ήτανε θυμωμένη για την τρυφερότητα αυτή, την πειο οδυνηρή από το μίσος.
Με αγωνία τους παρατηρούσε η Βραγγίνα. Και πειο σκληρά ακόμη βασανιζότανε αυτή, που μόνη ήξερε τι κακό είχε κάμει. Δυο μέρες τους παρακολούθησε, και τους είδε να διώχνουν κάθε τροφή, κάθε ποτό, πάθε στυλωτικό, και να ζητάη ο ένας τον άλλον σαν τυφλοί που βαδίζουν ψηλαφητά ο ένας προς τον άλλο: δυστυχισμένοι όταν εμαραίνοντο χωρισμένοι, και πειο πολύ δυστυχισμένοι όταν βρισκόντανε μαζύ και τρέμανε μπρος σ' τη φρίκη της πρώτης ομολογίας.
Την τρίτη μέρα, καθώς ο Τριστάνος πήγαινε κατά τη σκηνή τη στημένη στη γέφυρα του καραβιού, τον είδε η Ιζόλδη να πλησιάζη, και ταπεινά του είπε:
- Εμπάτε μέσα, κύριε.
- Βασίλισσα, απάντησε ο Τριστάνος, γιατί με λέτε κύριο. Δεν είμαι ίσα-ίσα υποτελής και υποταχτικός σας; υποχρεωμένος να σας σέβωμαι, να σας υπηρετώ και να σας αγαπώ σαν βασίλισσα μου και σαν κυρία μου;
Η Ιζόλδη απάντησε:
- Όχι, το γνωρίζεις ότι είσαι ο άρχοντάς μου και ο κύριός μου. Το γνωρίζεις ότι η δύναμί σου με κατέχει ολόκληρη και ότι είμαι σκλάβα σου. Α! γιατί καλλίτερα να μην ανοίξω τότε της πληγές του λαβωμένου τραγουδιστή; Γιατί να μην αφήσω να πεθάνη το φονηά του θεριού μέσα στα χόρτα του βάλτου; Γιατί να μην τον χτυπήσω, όταν ήτανε κατάκοιτος στο λουτρό, με το ξίφος που τώχα κι' όλα σηκώσει; Αλλοίμονο! δεν ήξερα τότε αυτό που ξέρω σήμερα!
- Ιζόλδη, τι ξέρετε λοιπόν σήμερα; τι είναι αυτό που σας βασανίζει;
- Α! όλα όσα ξέρω με βασανίζουν, κι' όλα όσα βλέπω. Κι' ο ουρανός αυτός με βασανίζει, κι' η θάλασσα και το σώμα μου κι' η ζωή μου.
Έβαλε το χέρι της στον ώμο του Τριστάνου.
Δάκρυα έσβυσαν της αστραπές των ματιών της. Τα χείλη της έτρεμαν.
Εκείνος ξανάπε:
- Φίλη, τι είναι λοιπόν αυτό που σας βασανίζει;
- Η αγάπη για σένα! απάντησε.
Τότε ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. Αλλά καθώς, για πρώτη φορά κι' οι δυο τους, ροφούσαν τη χαρά της αγάπης, η Βραγγίνα που τους παρακολουθούσε, άφησε μια φωνή, και με τα χέρια τεντωμένα ικετευτικά, με το πρόσωπο πλημμυρισμένο από δάκρυα, ερρίχτηκε στα πόδια τους:
"Δυστυχισμένοι! σταματήστε, και γυρίστε πίσω αν μπορείτε ακόμη! Αλλά όχι. Ο δρόμος δεν έχει γυρισμό, γιατί η δύναμι της αγάπης από τώρα κι' όλα ανίκητα σας τραβάει, και ποτέ πεια δε θα βρήτε χαρά δίχως λύπη. Σας κατέχει το μαγεμένο κρασί που ήπιατε, το ερωτικό ποτό που η μητέρα σας, Ιζόλδη, μου είχεν εμπιστευθή. Μονάχα ο Βασιληάς Μάρκος ώφειλε να το πιή με σας. Αλλά ο Σατανάς μας εκορόιδεψε και τους τρεις, κ' έτσι αδειάσατε σεις το ποτήρι. Φίλε Τριστάνε, φίλη Ιζόλδη, τιμωρήστε με για την κακή φύλαξι που έκαμα. Σας παραδίνω το σώμα μου, τη ζωή μου. Γιατί από δικό μου έγκλημα ήπιατε, στο καταραμένο ποτήρι, την αγάπη και το θάνατο!"
Οι αγαπημένοι εσφίχτηκαν δυνατά. Στα ωραία κορμιά τους ανατρίχιαζε η επιθυμία και η ζωή.
Ο Τριστάνος είπε:
- Ας έλθη λοιπόν ο θάνατος!
Και όταν η βραδυνή σκοτεινιά ετύλιξε το καράβι, - που ταχύτερα τώρα πηδούσε σ' τα κύματα για τη χώρα του Βασιληά Μάρκου, - αιώνια ενωμένοι, αφέθηκαν στον έρωτα!