Κείμενο - "Ηλέκτρα" Ευριπίδης

κλείστε και ξεκινήστε να πληκτρολογείτε
Αφού εφύγαμεν απ' εδώ, εμβήκαμεν εις τον αμαξωτό δρόμον όπου ευρίσκετο ο περίφημος βασιλεύς των Μυκηνών. Τον είδαμεν ακριβώς μέσα εις τους καταφύτους και πηγολούστους κήπους του, όπου έκοπτε τρυφερά κλαδιά μυρσίνης να πλέξη στεφάνι δια το κεφάλι του και μόλις μας είδεν εφώναξε:

- Χαίρετε, ξένοι! Ποιοι είσθε; Πού πηγαίνετε και από πού έρχεσθε;

- Θεσσαλοί είμεθα, απήντησεν ο Ορέστης, και ερχόμεθα να θυσιάσωμε κοντά στον Αλφειόν εις τον Ολύμπιο Δία.

Μόλις άκουσεν αυτά ο Αίγισθος μας είπε:

- Τώρα καθίστε εις το τραπέζι μου, επειδή θυσιάζω βώδια εις τας Νύμφας, και αύριο σηκώνεσθε με την Αυγή και θα φθάσετε πάλιν όπου θέλετε. Εμβήτε μέσα!

Με τα λόγια αυτά μας έπιασε από το χέρι και μας έφερε εις το σπίτι, ώστε δεν ήτο δυνατόν να του αρνηθή κανείς, και αφού εμβήκαμεν είπεν αμέσως:

- Ας ετοιμάση κάποιος γρήγορα λουτρά δια τους ξένους για να έλθουν εις τον βωμό να βρέξουν τα χέρια των.

- Είναι περιττόν! απάντησεν ο Ορέστης. Είμεθα καθαροί° μόλις προ ολίγου ελουσθήκαμεν εις τας καθαράς πηγάς του ποταμού. Και επειδή επιμένεις, Αίγισθε, θα λάβωμεν ευχαρίστως μέρος εις την θυσία μαζύ με τους εντοπίους° δεν σου το αρνούμεθα.

Αφού είπαν αυτά, οι υπηρέται άφησαν τα δόρατα που είχαν για να φυλάττουν τον κύριόν των και όλοι άρχισαν την εργασίαν. Άλλοι έφεραν το σφακτό, άλλοι κάνιστρα, άλλοι άναπταν φωτιά, άλλοι έβαλλαν επάνω πυρωστιές και καζάνια, ώστε όλο το σπίτι αντηχούσε από τον θόρυβο. Τότε ο άνδρας της μητέρας σου επήρε το ιερό κριθάρι και το έρριξεν εις τον βωμό. "Νύμφαι των βουνών! είπε, είθε να σας προσφέρωμε πολλές φορές θυσίας, ευτυχισμένοι και εγώ και η γυναίκα μου, η κόρη του Τυνδάρεω,... είθε να καταστραφούν οι εχθροί μου!" Αυτά έλεγε βέβαια εννοών εσένα και τον Ορέστην, αλλά και ο κύριός μου προσηύχετο από μέσα του το εναντίο, να τον βοηθήσουν οι θεοί να κερδίση πάλι την πατρική του κληρονομίαν. Έπειτα ο Αίγισθος επήρε από το κάνιστρον ίσιο μαχαίρι, έκοψε τρίχες από την κεφαλή του μοσχαριού, της έρριξε με το δεξί του χέρι εις την ιερά φωτιά και το έσφαξε, ενώ οι υπηρέται το εκρατούσαν εις τους ώμους των.

- Λέγουν ότι θεωρείται ευγενής τέχνη εις τους Θεσσαλούς να δαμάζη κανείς άλογα, και να κομματιάζη εύμορφα ένα ταύρον, είπε εις τον αδελφό σου. Πάρε λοιπόν το μαχαίρι, ξένε, και δείξε μας αν είναι αληθινή η φήμη αυτή.

Ευθύς τότε ο Ορέστης έδραξε το εύμορφο Δωρικό μαχαίρι, επέταξεν από τους ώμους τα λαμπρά ρούχα του και, αφού εφώναξε τον Πυλάδη να τον βοηθήση και έδιωξε τους υπηρέτας, έπιασε το πόδι του μοσχαριού και άρχισε να γδέρνη γρήγορα-γρήγορα τα ανοικτόχρωμα κρέατα. Όλο το δέρμα εβγήκε γρηγορώτερα από όσο ένας δρομεύς θα έτρεχε τον διπλό δρόμο του ιππικού σταδίου , και όταν ετελείωσε, ο Αίγισθος επήρε εις τα χέρια του τα ιερά σπλάχνα και τα εξέταζε προσεκτικά. Το συκώτι όμως δεν ήταν ολόκληρο, και η φούσκα της χολής με τους σωλήνας επρομάντευαν γρήγορα συμφορές για εκείνον που τα εξέταζε! Τότε έχασεν όλη την όρεξί του, έως ότου ο κύριός μου τον ερώτησε την αιτία που εχάλασε έτσι η καρδιά του.

- Ω ξένε!... απήντησεν εκείνος, φοβούμαι κάποιο δόλο τώρα γρήγορα εναντίον μου. Έχω ένα εχθρό!.... τον μισητόν υιό του Αγαμέμνονος.

- Μα πώς!... εσύ βασιλεύς, φοβείσαι τον δόλον ενός δραπέτου; - είπεν ο Ορέστης - Περίεργο! Αφού όμως είναι έτσι, γιά να συμβουλευθώμεν καλλύτερα τους θεούς πριν να καθίσωμεν εις το τραπέζι, ας μου φέρει κάποιος αντί Δωρικό, Φθιωτικό κοπίδι ν΄ανοίξω το στήθος.

Οι υπηρέται έφεραν το κοπίδι αμέσως και έκοψε πράγματι το στήθος, ο δε Αίγισθος επήρε πάλι τα εντόσθια, τα εχώρισε και τα εξέταζε! Την στιγμήν όμως που έσκυβεν, ο αδελφός σου εσηκώθηκε, του έχωσε το μαχαίρι εις την ράχι κοντά εις τον λαιμό και του έκοψε τους σπονδύλους, Όλο το σώμα άρχισε αμέσως να τινάζεται εδώ και εκεί, και να σπαράζη εις το ψυχομαχητό. Οι υπηρέται, όμως, μόλις είδαν αυτό το πράγμα άρπαξαν δόρατα και ώρμησαν εναντίον των, ενώ ο Ορέστης με τον Πυλάδη, μολονότι είχαν να τα βάλουν, δυο αυτοί, με πολλούς, εστάθηκαν γενναίοι απέναντί των με τα όπλα έτοιμα.

- Ούτε εγώ ούτε οι σύντροφοί μου ερχόμεθα με κακούς σκοπούς για τον τόπο σας, είπεν ο Ορέστης. Είμαι ο δυστυχισμένος Ορέστης και εκδικήθηκα τον φονέα του πατέρα μου!. Μη με σκοτώνετε, παλιοί υπηρέται του σπιτιού μου!

Όταν εκείνοι άκουσαν τα λόγια αυτά κατέβασαν τα δόρατα και κάποιος παλαιός υπηρέτης ανεγνώρισε τον Ορέστη. Τότε τον εστεφάνωσαν αμέσως ενθουσιασμένοι και καταχαρούμενοι και έρχεται τώρα ο ίδιος να σου δείξη το κεφάλι, όχι της Γοργόνος, αλλά του μισητού σου Αιγίσθου, που επλήρωσε πικρά με το αίμα του το αίμα που έχυσε!