Το καλοκαίρι αυτό πολλοί γαμπροί ετριγύριζαν στη Χλόη και πολλοί από άλλα μέρη πηγαίνανε στο Δρύαντα ζητώντάς τη για γάμο· κι άλλοι χαρίσματα έφερναν κι άλλοι έταζαν μεγάλα. Η Νάπη λοιπόν παρακινούμενη από τις ελπίδες, συμβούλεψε να παντρέψουν τη Χλόη και να μη κρατούνε στο σπίτι περισσότερο καιρό τόσο μεγάλη κόρη, που δίχως άλλο ύστερ' από λίγο, βόσκοντας, θα χάση την παρθενιά της και θα πάρη άντρα κανέν' από τους βοσκούς για μήλα ή για ρόδα, παρά κ' εκείνη να την κάμουνε νοικοκυρά κι αυτοί, αφού πάρουν πολλά δώρα, να τα φυλάνε για το δικό τους και γνήσιο παιδί τους, (Επειδή είχανε κάμει αρσενικό παιδί λίγο προτήτερα). Κι ο Δρύαντας πότε χαιρόντανε με τα λεγούμενα, επειδή καθένας έταζε δώρα μεγαλύτερα από όσα άξιζε μια βοσκοπούλα, και πότε, κάνοντας τη σκέψη, ότι η κορασιά είναι καλύτερη από τους χωριάτες γαμπρούς, κι αν καμιά φορά βρη τους αληθινούς γονιούς της θα τους κάμη τρισευτυχισμένους, άφινε γι' άλλο καιρό την απάντηση και την ετραβούσε σε μάκρος· και στο αναμεταξύ εκέρδιζε όχι λίγα χαρίσματα. Κ' η Χλόη άμα τάμαθε, βρισκότανε σε μεγάλη λύπη και τόκρυβε από το Δάφνη για πολύν καιρό, επειδή δεν ήθελε να τόνε λυπήση. Μα όταν πια εκείνος την παρακαλούσε κ' επίμενε@ να μάθη και λυπότανε περισσότερο που δεν εμάθαινε παρά αν έμελλε να τα μάθη, του τα διηγιέται όλα· τους γαμπρούς, που ήτανε πολλοί και πλούσιοι· τους λόγους, που η Νάπη, σπουδάζοντας για το γάμο, έλεγε· πως δεν αρνήθηκε ο Δρύαντας, παρά ίσαμε τον τρύγο το είχε αφίσει.
Άμα τάκουσεν ο Δάφνης γίνεται έξωφρενών κ' έκλαψε, αφού κάθησε χάμου, λέγοντας ότι θα πεθάνη, αν δε μένη πια μαζί του η Χλόη· κι όχι μονάχα αυτός παρά και τα γίδια ύστερ' από τέτοιονε βοσκό. Κατόπι, αφού συνήρθε, πήρε θάρρος και στοχαζόταν, ότι θα καταπείση τον πατέρα της κ' ελογάριαζε έναν από τους γαμπρούς και τον ατό του και παράλπιζε πως θα φανή καλύτερος από τους άλλους. Ένα μονάχα τον ετρόμαζε: ότι ο Λάμωνας δεν ήταν πλούσιος. Αυτό μόνο του ξαδυνάτιζε την ελπίδα. Μολοντούτο έβρισκε καλό να τη ζητήση για γυναίκα κ' εσυμφωνούσε κ' η Χλόη. Στο Λάμωνα δεν τόλμησε να ειπή τίποτε, παρά στη Μυρτάλη και τον έρωτά του θαρρετά εφανέρωσε και για το γάμο της έκανε λόγο. Κι αυτή τα είπε τη νύχτα στο Λάμωνα. Κ' επειδή εκείνος άκουσε με κακό την ομιλία και την έβριζε, πως κορίτσι βοσκών προξενεύει του παιδιού, που με τα σημάδια δείχνει πως θάχη τύχη μεγάλη και που άμα βρη τους εδικούς του θα τους κάμη κι αυτούς λεύτερους κι αφέντηδες σε μεγαλύτερα χτήματα, η Μυρτάλη φοβούμενη μήπως, άμα απελπιστή ολότελα ο Δάφνης για το γάμο, αποκοτήση εξ αιτίας του έρωτά του τίποτε που να του φέρη το θάνατο, τούλεγε άλλες αφορμές της άρνησης:
- Είμαστε, παιδί μου, φτωχοί κ' έχουμε ανάγκη από νύφη, που να φέρη κάτι περισσότερο, ενώ εκείνοι είναι πλούσιοι και χρειάζονται γαμπρούς πλούσιους. Μα πήγαινε, κατάπεισε τη Χλόη κ' εκείνη τον πατέρα της να μη ζητούνε μεγάλα πράγματα παρά να σου τη δώσουνε γυναίκα. Κ' η Χλόη δίχως άλλο σ' αγαπάει και προτιμάει να κοιμάται μαζί με φτωχό κι όμορφο παρά με πλούσιον άσκημο σαν μαϊμού.
Η Μυρτάλη, επειδή δεν έλπιζε ποτέ, ότι ο Δρύαντας θα τα παραδεχτή αυτά, αφού είχε για γαμπρούς πλουσιώτερους, επίστευε πως με τρόπο θ' αρνηθή το γάμο. Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν. Κι αυτές εκεί που εκοιμόταν ο Δάφνης τη νύχτα, του παρουσιάζονται με τα ίδια σχήματα καθώς προτήτερα· κ' η πιο ψηλή έλεγε πάλι:
- Για το γάμο της Χλόης θα νοιαστή άλλος θεός· μα εμείς θα σου δώσουμε δώρα, που θα μαγέψουν το Δρύαντα. Το πλοίο των Μεθυμνιωτών νέων, που τη λιγαριά του κάποτε την έφαγαν τα γίδια σου, ο άνεμος το τράβηξεν εκείνη την ημέρα μακριά από τη στεριά· μα τη νύχτα, άμα σηκώθηκε στη θάλασσα πελαγήσιος άνεμος, έπεσ' έξω στη στεριά απάνω στους ακριανούς βράχους· κι αυτό χάθηκε μαζί με πολλά πράματα που ήτανε μέσα· ένα πουγγί όμως με τρεις χιλιάδες δραχμές τόβγαλε το κύμα στην αμμουδιά και κείτεται σκεπασμένο με φύκια κοντά σ' ένα ψόφιο δελφίνι, που εξ αιτίας ποτέ δεν πήγε κοντά κανένας διαβάτης, φεύγοντας τη βρώμα του ψοφιμιού. Μα εσύ πήγαινε κοντά· κι όταν σιμώσης σήκωσε το πουγγί· κι αφού το πάρης δόσε το. Θα σου είναι αρκετό να μη φανής τώρα φτωχός· κι αργότερα θα γίνης και πλούσιος.
Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές. Και δεν είχε να κουραστή πολύ, επειδή το δελφίνι μυρίζοντας άσκημα του χτυπούσε στη μύτη ριγμένο εκεί και σάπιο κ' έχοντας τη βρώμα του για οδηγό στο δρόμο, γλήγορα εσίμωσεν εκεί· κι άμα παραμέρισε τα φύκια, βρίσκει το πουγγί γεμάτο μ' άσπρα. Κι αφού το σήκωσε και τόβαλε στο ταγάρι του, δεν έφυγε προτού να δοξάση τις Νύμφες κι αυτή τη θάλασσα. Επειδή, αν κ' ήτανε γιδάρης, τώρα θαρρούσε και τη θάλασσα πιο γλυκιά από τη γις, γιατί τον εβοηθούσε να παντρευτή τη Χλόη.
Και μόλις επήρε τις τρεις χιλιάδες δεν αργοπορούσε, μόνε σαν να ήταν ο πιο πλούσιος όχι μονάχα από τους ζευγολάτες του τόπου του παρά κι από όλους τους ανθρώπους, πηγαίνει αμέσως στη Χλόη και της διηγιέται τ' όνειρο, της δείχνει το πουγγί και την παρακαλάει να προσέχη τα κοπάδια, ως που να γυρίση· ύστερα τρέχει γλήγορα στο Δρύαντα και βρίσκοντάς τονε ν' αλωνίζη λίγο σιτάρι με τη Νάπη, του μιλάει με πολύ θάρρος για το γάμο:
- Δος μου τη Χλόη γυναίκα. Εγώ και το σουραύλι ξέρω να παίζω καλά και να κλαδεύω τ' αμπέλια και να παραχόνω τα δένδρα· ξέρω και το χωράφι να οργόνω και να λιχνίζω στον αέρα· και πώς βόσκω το κοπάδι μάρτυρας είναι η Χλόη· πενήντα γίδια, που παράλαβα, τάκαμα διπλά· έθρεψα και τράγους μεγάλους κι όμορφους, ενώ προτήτερα εβάναμε τις γίδες να πηδιούνται με ξένους· μα και νέος είμαι και γείτονάς σας δίχως ψεγάδι. Και μ' έθρεψε γίδα, όπως τη Χλόη προβατίνα. Αν κ' είμαι τόσο καλύτερος από τους άλλους, όμως μήτε στα χαρίσματα θα μείνω πίσω· εκείνοι θα δώσουνε γίδια και πρόβατα κ' ένα ζευγάρι ψωριάρικα βόιδια και στάρι, που δε φτάνει να ταΐσετε μήτε τις όρνιθες· εγώ όμως δίνω αυτές τις τρεις χιλιάδες δραχμές· μονάχα να μην το μάθη κανένας αυτό, μήτε ο ίδιος ο Λάμωνας ο πατέρας μου. Και συνάμα τις έδινε, κι αφού τους αγκάλιασε, τους γλυκοφιλούσε.
Εκείνοι σαν είδαν ανέλπιστα τόσα λεφτά, αμέσως έδιναν το λόγο τους, ότι θα του δώσουν τη Χλόη για γυναίκα κ' υπόσχονταν πως θα πείσουν και το Λάμωνα. Η Νάπη λοιπόν μένοντας εκεί με το Δάφνη εγύριζε τα βόιδια και με τα δικάβαλα έβγανε το στάρι από τα στάχια, ενώ ο Δρύαντας, αφού έκρυψε το πουγγί εκεί που είχε φυλάξει τα γνωρίσματα, πήγαινε τρεχάλα στο Λάμωνα και στη Μυρτάλη, έχοντας σκοπό να τους ζητήση το γαμπρό πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει. Κι αφού τους ηύρε να μετράνε το κριθάρι, που τώχανε λιχνίσει προλίγο, και νάναι λυπημένοι επειδή λίγο έλειψε να είναι λιγώτερο από όσο είχανε σπείρει, για κείνα τους επαρηγόρησε, λέγοντας ότι τα ίδια είχανε γίνει παντού, κ' ύστερα τους εζητούσε το Δάφνη για τη Χλόη. Κ' έλεγεν, ότι ενώ άλλοι του δίνουν πολλά, απ' αυτούς δε θα πάρη τίποτα, παρά κι από τα δικά του ακόμη θα τους δώση· επειδή είχαν αναθραφή μαζί τα παιδιά κι όταν έβοσκαν είχανε δεθή μ' αγάπη, ώστε να μη μπορή εύκολα να τους χωρίσουνε· μα τώρα έχουνε κι ηλικία για να κοιμούνται μαζί. Αυτά κι ακόμη περισσότερα έλεγεν ο Δρύαντας, σαν να είχε γι' ανταμοιβή, άμα τους πείση, τις τρεις χιλιάδες. Κι ο Λάμωνας μην ημπορώντας πια μήτε τη φτώχια να προφασιστή, επειδή αυτοί δεν υπερηφανεύονταν, μήτε την ηλικία του Δάφνη, επειδή ήταν πια παλληκάρι, δεν εξεστόμισε καθόλου την αλήθεια ότι δεν ταίριαζε στο Δάφνη τέτοιος γάμος. Μα ύστερ' από λίγη σιωπή έτσι αποκρίθηκε:
- Καλά κάνετε να προτιμάτε τους γειτόνους από τους ξένους κι από την τίμια φτώχια να μη θαρρήτε καλύτερα τα πλούτια. Ο Πάνας κ' οι Νύμφες να σας το πληρώσουν. Κ' εγώ ο ίδιος θέλω να γίνη ο γάμος, επειδή θάμουνα τρελλός, αφού είμαι πια μεσόκοπος, κ' έχω ανάγκη από περισσότερα χέρια για τις δουλιές, να μη πάρω βοήθεια και το δικό σας σπίτι που θάναι μεγάλη ευτυχία· περιζήτητη είναι κ' η Χλόη και καλή κι όμορφη κοπέλλα και σ' όλα άξια· μα επειδή είμαι δούλος, δεν ορίζω τίποτα από τα δικά μου, παρά πρέπει αφού τα μάθη κι ο αφέντης να δώση την άδεια· γι' αυτό λοιπόν ας αφίσουμε το γάμο ίσαμε το χυνόπωρο. Θάρθη τότες αυτός λένε όσοι έρχονται σ' εμάς από την πολιτεία. Τότε θα γίνουν αντρόγυνο· τώρα ας αγαπιούνται σαν αδέρφια. Μάθε μονάχα τούτο, Δρύαντα· βιάζεσαι για παλληκάρι, που είναι καλύτερο από μας.
Άμα τάκουσεν ο Δάφνης γίνεται έξωφρενών κ' έκλαψε, αφού κάθησε χάμου, λέγοντας ότι θα πεθάνη, αν δε μένη πια μαζί του η Χλόη· κι όχι μονάχα αυτός παρά και τα γίδια ύστερ' από τέτοιονε βοσκό. Κατόπι, αφού συνήρθε, πήρε θάρρος και στοχαζόταν, ότι θα καταπείση τον πατέρα της κ' ελογάριαζε έναν από τους γαμπρούς και τον ατό του και παράλπιζε πως θα φανή καλύτερος από τους άλλους. Ένα μονάχα τον ετρόμαζε: ότι ο Λάμωνας δεν ήταν πλούσιος. Αυτό μόνο του ξαδυνάτιζε την ελπίδα. Μολοντούτο έβρισκε καλό να τη ζητήση για γυναίκα κ' εσυμφωνούσε κ' η Χλόη. Στο Λάμωνα δεν τόλμησε να ειπή τίποτε, παρά στη Μυρτάλη και τον έρωτά του θαρρετά εφανέρωσε και για το γάμο της έκανε λόγο. Κι αυτή τα είπε τη νύχτα στο Λάμωνα. Κ' επειδή εκείνος άκουσε με κακό την ομιλία και την έβριζε, πως κορίτσι βοσκών προξενεύει του παιδιού, που με τα σημάδια δείχνει πως θάχη τύχη μεγάλη και που άμα βρη τους εδικούς του θα τους κάμη κι αυτούς λεύτερους κι αφέντηδες σε μεγαλύτερα χτήματα, η Μυρτάλη φοβούμενη μήπως, άμα απελπιστή ολότελα ο Δάφνης για το γάμο, αποκοτήση εξ αιτίας του έρωτά του τίποτε που να του φέρη το θάνατο, τούλεγε άλλες αφορμές της άρνησης:
- Είμαστε, παιδί μου, φτωχοί κ' έχουμε ανάγκη από νύφη, που να φέρη κάτι περισσότερο, ενώ εκείνοι είναι πλούσιοι και χρειάζονται γαμπρούς πλούσιους. Μα πήγαινε, κατάπεισε τη Χλόη κ' εκείνη τον πατέρα της να μη ζητούνε μεγάλα πράγματα παρά να σου τη δώσουνε γυναίκα. Κ' η Χλόη δίχως άλλο σ' αγαπάει και προτιμάει να κοιμάται μαζί με φτωχό κι όμορφο παρά με πλούσιον άσκημο σαν μαϊμού.
Η Μυρτάλη, επειδή δεν έλπιζε ποτέ, ότι ο Δρύαντας θα τα παραδεχτή αυτά, αφού είχε για γαμπρούς πλουσιώτερους, επίστευε πως με τρόπο θ' αρνηθή το γάμο. Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν. Κι αυτές εκεί που εκοιμόταν ο Δάφνης τη νύχτα, του παρουσιάζονται με τα ίδια σχήματα καθώς προτήτερα· κ' η πιο ψηλή έλεγε πάλι:
- Για το γάμο της Χλόης θα νοιαστή άλλος θεός· μα εμείς θα σου δώσουμε δώρα, που θα μαγέψουν το Δρύαντα. Το πλοίο των Μεθυμνιωτών νέων, που τη λιγαριά του κάποτε την έφαγαν τα γίδια σου, ο άνεμος το τράβηξεν εκείνη την ημέρα μακριά από τη στεριά· μα τη νύχτα, άμα σηκώθηκε στη θάλασσα πελαγήσιος άνεμος, έπεσ' έξω στη στεριά απάνω στους ακριανούς βράχους· κι αυτό χάθηκε μαζί με πολλά πράματα που ήτανε μέσα· ένα πουγγί όμως με τρεις χιλιάδες δραχμές τόβγαλε το κύμα στην αμμουδιά και κείτεται σκεπασμένο με φύκια κοντά σ' ένα ψόφιο δελφίνι, που εξ αιτίας ποτέ δεν πήγε κοντά κανένας διαβάτης, φεύγοντας τη βρώμα του ψοφιμιού. Μα εσύ πήγαινε κοντά· κι όταν σιμώσης σήκωσε το πουγγί· κι αφού το πάρης δόσε το. Θα σου είναι αρκετό να μη φανής τώρα φτωχός· κι αργότερα θα γίνης και πλούσιος.
Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές. Και δεν είχε να κουραστή πολύ, επειδή το δελφίνι μυρίζοντας άσκημα του χτυπούσε στη μύτη ριγμένο εκεί και σάπιο κ' έχοντας τη βρώμα του για οδηγό στο δρόμο, γλήγορα εσίμωσεν εκεί· κι άμα παραμέρισε τα φύκια, βρίσκει το πουγγί γεμάτο μ' άσπρα. Κι αφού το σήκωσε και τόβαλε στο ταγάρι του, δεν έφυγε προτού να δοξάση τις Νύμφες κι αυτή τη θάλασσα. Επειδή, αν κ' ήτανε γιδάρης, τώρα θαρρούσε και τη θάλασσα πιο γλυκιά από τη γις, γιατί τον εβοηθούσε να παντρευτή τη Χλόη.
Και μόλις επήρε τις τρεις χιλιάδες δεν αργοπορούσε, μόνε σαν να ήταν ο πιο πλούσιος όχι μονάχα από τους ζευγολάτες του τόπου του παρά κι από όλους τους ανθρώπους, πηγαίνει αμέσως στη Χλόη και της διηγιέται τ' όνειρο, της δείχνει το πουγγί και την παρακαλάει να προσέχη τα κοπάδια, ως που να γυρίση· ύστερα τρέχει γλήγορα στο Δρύαντα και βρίσκοντάς τονε ν' αλωνίζη λίγο σιτάρι με τη Νάπη, του μιλάει με πολύ θάρρος για το γάμο:
- Δος μου τη Χλόη γυναίκα. Εγώ και το σουραύλι ξέρω να παίζω καλά και να κλαδεύω τ' αμπέλια και να παραχόνω τα δένδρα· ξέρω και το χωράφι να οργόνω και να λιχνίζω στον αέρα· και πώς βόσκω το κοπάδι μάρτυρας είναι η Χλόη· πενήντα γίδια, που παράλαβα, τάκαμα διπλά· έθρεψα και τράγους μεγάλους κι όμορφους, ενώ προτήτερα εβάναμε τις γίδες να πηδιούνται με ξένους· μα και νέος είμαι και γείτονάς σας δίχως ψεγάδι. Και μ' έθρεψε γίδα, όπως τη Χλόη προβατίνα. Αν κ' είμαι τόσο καλύτερος από τους άλλους, όμως μήτε στα χαρίσματα θα μείνω πίσω· εκείνοι θα δώσουνε γίδια και πρόβατα κ' ένα ζευγάρι ψωριάρικα βόιδια και στάρι, που δε φτάνει να ταΐσετε μήτε τις όρνιθες· εγώ όμως δίνω αυτές τις τρεις χιλιάδες δραχμές· μονάχα να μην το μάθη κανένας αυτό, μήτε ο ίδιος ο Λάμωνας ο πατέρας μου. Και συνάμα τις έδινε, κι αφού τους αγκάλιασε, τους γλυκοφιλούσε.
Εκείνοι σαν είδαν ανέλπιστα τόσα λεφτά, αμέσως έδιναν το λόγο τους, ότι θα του δώσουν τη Χλόη για γυναίκα κ' υπόσχονταν πως θα πείσουν και το Λάμωνα. Η Νάπη λοιπόν μένοντας εκεί με το Δάφνη εγύριζε τα βόιδια και με τα δικάβαλα έβγανε το στάρι από τα στάχια, ενώ ο Δρύαντας, αφού έκρυψε το πουγγί εκεί που είχε φυλάξει τα γνωρίσματα, πήγαινε τρεχάλα στο Λάμωνα και στη Μυρτάλη, έχοντας σκοπό να τους ζητήση το γαμπρό πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει. Κι αφού τους ηύρε να μετράνε το κριθάρι, που τώχανε λιχνίσει προλίγο, και νάναι λυπημένοι επειδή λίγο έλειψε να είναι λιγώτερο από όσο είχανε σπείρει, για κείνα τους επαρηγόρησε, λέγοντας ότι τα ίδια είχανε γίνει παντού, κ' ύστερα τους εζητούσε το Δάφνη για τη Χλόη. Κ' έλεγεν, ότι ενώ άλλοι του δίνουν πολλά, απ' αυτούς δε θα πάρη τίποτα, παρά κι από τα δικά του ακόμη θα τους δώση· επειδή είχαν αναθραφή μαζί τα παιδιά κι όταν έβοσκαν είχανε δεθή μ' αγάπη, ώστε να μη μπορή εύκολα να τους χωρίσουνε· μα τώρα έχουνε κι ηλικία για να κοιμούνται μαζί. Αυτά κι ακόμη περισσότερα έλεγεν ο Δρύαντας, σαν να είχε γι' ανταμοιβή, άμα τους πείση, τις τρεις χιλιάδες. Κι ο Λάμωνας μην ημπορώντας πια μήτε τη φτώχια να προφασιστή, επειδή αυτοί δεν υπερηφανεύονταν, μήτε την ηλικία του Δάφνη, επειδή ήταν πια παλληκάρι, δεν εξεστόμισε καθόλου την αλήθεια ότι δεν ταίριαζε στο Δάφνη τέτοιος γάμος. Μα ύστερ' από λίγη σιωπή έτσι αποκρίθηκε:
- Καλά κάνετε να προτιμάτε τους γειτόνους από τους ξένους κι από την τίμια φτώχια να μη θαρρήτε καλύτερα τα πλούτια. Ο Πάνας κ' οι Νύμφες να σας το πληρώσουν. Κ' εγώ ο ίδιος θέλω να γίνη ο γάμος, επειδή θάμουνα τρελλός, αφού είμαι πια μεσόκοπος, κ' έχω ανάγκη από περισσότερα χέρια για τις δουλιές, να μη πάρω βοήθεια και το δικό σας σπίτι που θάναι μεγάλη ευτυχία· περιζήτητη είναι κ' η Χλόη και καλή κι όμορφη κοπέλλα και σ' όλα άξια· μα επειδή είμαι δούλος, δεν ορίζω τίποτα από τα δικά μου, παρά πρέπει αφού τα μάθη κι ο αφέντης να δώση την άδεια· γι' αυτό λοιπόν ας αφίσουμε το γάμο ίσαμε το χυνόπωρο. Θάρθη τότες αυτός λένε όσοι έρχονται σ' εμάς από την πολιτεία. Τότε θα γίνουν αντρόγυνο· τώρα ας αγαπιούνται σαν αδέρφια. Μάθε μονάχα τούτο, Δρύαντα· βιάζεσαι για παλληκάρι, που είναι καλύτερο από μας.