Κείμενο - "Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου" Γεώργιος Βιζυηνός

κλείστε και ξεκινήστε να πληκτρολογείτε
Ανήκων εις εκείνους οι οποίοι ποτέ δεν τα έχουν καλά με την θάλασσαν, όταν έθεσα τον πόδα επί του καταστρώματος του κολοσσού εκείνου ησθάνθην έν είδος αφοβίας προς το υγρόν στοιχείον, πολύ ομοίας με την αυθάδειαν του μυθολογουμένου εριφίου, εις τας λοιδορίας του οποίου, ως γνωστόν, ο λύκος απήντησε το "ου συ με λοιδορείς, αλλ' ο τόπος".

Η θάλασσα, αξιοπρεπεστέρα του λύκου, ουδ' εσημείωσε καν την αλαζονείαν μου. Εν τούτοις εγώ την σιωπήν αυτής δεν την απέδωκα εις την ακαταδεξίαν, αλλ' εις την αδυναμίαν της. Τα ατρεμούντα ύδατα του λιμένος μοι εφαίνοντο απολέσαντα την ευκινησίαν αυτών μόνον και μόνον ως εκ του τεραστίου βάρους του καταπιέζοντος τα στήθη των. Και, μετ' ακραδάντου πεποιθήσεως περί ευπλοίας, έβλεπον εναλλάξ το "Rio Grande" κολακευτικώς, και προκλητικώς τα κύματα. - Α! έλεγον προς αυτά εν τω νω μου. - Αυτόν εδώ τον φίλον δεν θα μου τον παίξετε εις τα δάκτυλά σας, καθώς τα ατμοκίνητα του Γύρου. - Και με την πεποίθησιν ταύτην ήρχισα να βηματίζω στερρώ τω ποδί κατά μήκος του καταστρώματος.

Επρόκειτο να πλεύσω μέχρι Νεαπόλεως· και επειδή εμέλλομεν αναμφιβόλως να έχωμεν καλοκαιρίαν, ήρχισα να περιεργάζομαι τους συνεπιβάτας μήπως εύρω τινάς γνωστούς, ή καταλλήλους προς σύναψιν σχέσεων. Ο πλους είναι μακρός, εσκέφθην, και θα έχω επαρκή χρόνον να απολαύσω τας καλλονάς της φύσεως κατά μόνας, να συναναστραφώ και ανθρώπους εν κοινώ. Και ενώ εσκεπτόμην ταύτα, βλέπω ένα βραχύσωμον κύριον βηματίζοντα γοργώ τω ποδί, αλλ' αντιθέτως προς εμέ, με χαμηλόν ταξειδιώτου σκούφον επί κεφαλής, με οφθαλμούς ηδονικώς προσηλωμένους εις το άκρον του χονδρού αυτού σιγάρου, το οποίον εβύζανε κρατών, ως μοι εφάνη, διά τε των χειλέων και των οδόντων του. - Κάπου είδον αυτόν τον κύριον! - είπον κατ' εμαυτόν, και ητοιμάσθην να χαιρετήσω. Αλλ' εκείνος, πολύ ενησχολημένος με το σιγάρον του, δεν με παρετήρησεν.

Αι φορτωτικοί του πλοίου μηχαναί είχον παύσει τον θόρυβόν των πάσαι, εκτός μιας, ήτις εξηκολούθει αναβιβάζουσα κιβώτια επί κιβωτίων, διαφόρου μεν σχήματος και μεγέθους, αλλά πάντα σεσημασμένα τοις αυτοίς αρκτικοίς γράμμασι, πάντα επιμελώς κεκλεισμένα εντός αδιαβρόχων περικαλυμμάτων του αυτού χρώματος. Εφαίνετο, ότι Αθηναίος τις Ιακώβ μετά των υιών και θυγατέρων, των νυμφών και των γαμβρών, των εγγόνων και των δισεγγόνων του, απήρχετο εις υπερπόντιον παντοτινήν μετοικεσίαν. Καλότυχοι όσοι επρόφθασαν να καταλάβουν κλίνας! είπον κατ' εμαυτόν, και ησθάνθην την περιέργειαν να μάθω τις η πολυμελής οικογένεια, ήτις έπρεπε να συνίσταται τουλάχιστον εκ τριάκοντα ηλικιωμένων προσώπων, εάν υποθέσωμεν, ότι εις έκαστον αυτών ανελόγει έν κιβώτιον. Εν τούτοις τοιαύτη τις συμπαγής συνοδία δεν εφαίνετο επί του καταστρώματος.

Κατήλθον εις τα δωμάτια, όπως βεβαιωθώ συγχρόνως αν κατέχω ακόμη την κλίνην μου, αλλ' ούτ' εν τη ευρεία και πολυτελεί του πλοίου αιθούση υπήρχε τι προδίδον πολυκοσμίαν.

- Καλά, είπον, αφού εφορτώθησαν αι αποσκευαί, δεν θ' αργήση να επιβιβασθή και ο στρατός. Θα τον ίδωμεν, όπου και αν είναι. - Και ητοιμαζόμην να επιστρέψω εις το κατάστρωμα, ότε ήκουσα ελαφρά ποδοπατήματα γυναικός κατερχομένης τας βαθμίδας της κλίμακος κατά τινα ρυθμόν, προς ον και υπέψαλλεν ηδέως εύθυμον και ζωηρόν άσμα εις γλώσσαν, ης την εθνικότητα μόλις επρόφθασα να διακρίνω, και ευρέθην απέναντι αυτής της αδούσης, ουχί γυναικός, ως εφαντάσθην, αλλ' αρρενωπού, κατά το φαινόμενον μόλις δεκατετραετούς πλάσματος, κορασίου μάλλον κατά τα ενδύματα παρά κατά την όψιν και την έκφρασιν.

- Καλή μέρα, Κανάτα! - Ανεφώνησεν η μικρά, ως με είδε, και έτεινε περιχαρής και ερασμία την δεξιάν προς εμέ, εκπεπληγμένον διά την παράδοξον προσφώνησιν.

- Βάλλω στοίχημα πως δεν μ' ενθυμείσθε πλέον! εψέλλισεν έπειτα αμηχάνως η κόρη και απέσυρε την χείρα της εκ της ιδικής μου, μετανοούσα προφανώς διά την αδιάκριτον οικειότητα μεθ' ης την προσέφερεν.

- Καλή μέρα, Mademoiselle!. . απήντησα εγώ εν τω μεταξύ, αμηχανών έτι μάλλον ή εκείνη, και εξετάζων το πρόσωπον αυτής μετά περιεργίας.

- Βέβαια! - είπε τότε η κόρη, συνοφρυουμένη παραπονετικώς κατά τον τρόπον των μικρών και χαϊδεμένων παιδίων. - Επέρασε πολύς καιρός! Είναι τώρα τόσα χρόνια, που ήμην εις την Πόλιν, εις τα Θεραπειά, που επιάναμεν εγώ το ένα σας χέρι και η εξαδέλφη μου το άλλο, και σας εκάμναμεν κανάταμεδύοαυτιά, και έτσι κρεμασμέναις από το έν και το άλλο μέρος επεριπατούσαμεν εις την άκραν του Βοσπόρου με το φεγγάρι. Ενθυμείσθε τουλάχιστον την εκδρομήν μας εις το Μνήμα του Έλληνος, εις την κορυφήν του αντικρυνού βουνού; ταις τρέλλαις μας με την γρηά την ατσιγγάνα που ήλθε να ιδή ταις τύχαις μας; που επήρε την θείαν μου διά σύζυγόν σας και εμέ διά παιδί σας; Και ενθυμείσθε που κατέβημεν έπειτα εις το Τοκάτ και επεσκέφθημεν το παλάτι; Και ενθυμείσθε τους στίχους που μου εκάμετε; Ή θέλετε να σας τους ειπώ; Σταθήτε -

Όπου ηλίου ακτίς χρυσή, εκεί άλλ' άστρα δεν ανατέλλουν· όπου ως ρόδον θάλλεις εσύ, τ' άλλα τ' ανθύλλια δεν με μέλουν.

- Ναι, ναι, ναι! ενθυμούμαι! ανέκραξα τότε, προλαμβάνων την εξακολούθησιν νεανικών μου στιχαρίων. Μα είσθε λοιπόν η mademoiselle...

- Δεν είμαι η mademoiselle, διέκοψεν η κόρη μετά παιδικής αγανακτήσεως, είμαι η Μάσιγγα!

- Αλήθεια, είπον, η Μάσιγγα! Το ζωηρό, το εύμορφο κορίτσι! Πόσον εμεγάλωσες! και τι ωραία που ομιλείς τώρα τα ελληνικά! Δεν θα το επίστευα, πώς ημπορούσες ν' απομάθης την αγγλικήν προφοράν σου. Εύγε σου! Τώρα είσαι αληθινή Ελληνίς!

- Βλέπεις, εσπούδασα εις τας Αθήνας, είπεν η νεάνις μετά τινος στόμφου, τρία χρόνια ήμην υπότροφος εις της κυρίας Κ.

- Τρία χρόνια εν Αθήναις, κ' εγώ να μη το γνωρίζω;

- Και τι σας έμελε να το μάθετε! Καλέ δε βαριέσθε! Πού σκοτίζεσθε σεις δι' ένα τρελλοκόριτσο, καθώς μ' ωνομάζατε. - Είτα ατενίσασά με ασκαρδαμυκτί: - Κάμνει τάχα πως δεν το ήξευρε! ανεφώνησε. Και προχθές εις την εσπερίδα της κυρίας Μ. δεν με είδετε;

- Πώς! είπον, ήσθε λοιπόν εκεί;

- Αν ήμην! Και δεν ωμιλήσατε τόσην ώραν με τον πατέρα μου, και σας έδωκε το επισκεπτήριόν του, με την διεύθυνσίν μας, εις την Καλκούταν;

- Ανόητος που είμαι! ανέκραξα τότε, να μην το καταλάβω πως ήτον ο πατήρ σου! Πίστευσόν με, το όνομα μοι εφάνη γνωστόν, αλλά δεν εκατάλαβα πως έπρεπε να είναι ο πατήρ σου. Ήμην πολύ ανόητος, να μη σε αναζητήσω μεταξύ των δεσποινίδων.

- Ανόητος δεν ήσθε, είπεν η κόρη, σύρουσα την φωνήν αυτής μετά τινος ειρωνείας, αλλά ήσθε πολύ ενασχολημένος με τας μεγάλας κυρίας. Μπαχ!

Και την περιφρονητικήν ταύτην επιφώνησιν κατά των μεγάλωνκυριών επρόφερε μετά της αυτής παιδικής ανυποκρισίας και ιταμότητος μεθ' ης εσυνείθιζε πάντοτε να εκφράζηται περί άλλων προσώπων, ότε εξενίζετο παρά τας ακτάς του Βοσπόρου εις τον οίκον της θείας της.

Θα είχον παρέλθει τουλάχιστον επτά έτη αφότου την συνήντησα εκεί μικρόν, ερασμιώτατον και φιλοπαίγμον κοράσιον. Αι μεταξύ βιωτικαί φροντίδες και μελέται δεν είχον επισκοτίσει εν τη μνήμη μου την εικόνα της, όσον θα ενόμιζέ τις ίσως. Το βραχύ χρονικόν διάστημα, καθ' ο συνέπιπτεν η γνωριμία μας, ήτο και θα είναι πιθανώς η μόνη ευτυχής εποχή της ζωής μου. Ότε μετά ταύτα, μακράν του ανεφέλου ουρανού μας εξορισμένος, εν ερημία φίλων και γνωστών, φυλακωμένος όπισθεν των παγοσκεπών παραθύρων της αξένου Γερμανίας, ανεκάλουν εις την μνήμην μου τας ειδυλλιακάς εκείνας σκηνάς της παρά τον Βόσπορον ευδαιμονίας, δεν ηδυνάμην να χάσω εξ αυτών το ωραιότερόν των κόσμημα, την πλήρη ζωής, αφελείας και χάριτος μορφήν της μικράς μου φίλης. Και ότε, μετά πολυετή εξορίαν επανελθών, εύρον τα πάντα μεταβεβλημένα, τα πάντα διάφορα, οσάκις, μονήρης και σκυθρωπός επεσκεπτόμην τους τόπους των παιδιών και της φαιδρότητος εκείνης, μόνον την εικόνα της Μάσιγγας εύρισκον εν αυτοίς πιστήν και αμετάβλητον, διότι μόνον αυτής η παρουσία δεν ήλθε ν' αντικαταστήση το ίνδαλμα της φαντασίας διά ξηράς πραγματικότητος.

Σήμερον είχον το πρωτότυπον της εικόνος εκείνης ενώπιόν μου. Αλλά το πρωτότυπον τούτο κατέστη εν τω μεταξύ τόσον διάφορον του εξ ου είχον εγώ την εικόνα μου, όσον σπανίως διαφέρει ανεπτυγμένον πρόσωπον από της εν παιδική ηλικία φωτογραφίας του. Το καθ' όλα λεπτόν και τρυφερόν εκείνο παιδίον, με την ανεκφράστως επίχαριν και θελκτικήν όψιν, τους βραχείς ελικοειδείς βοστρύχους επί των ανοικτών ωμοπλατών και τους ισχνούς και αδιακόπους κινουμένους βραχίονάς του, μετεμορφώθη εις χονδροκοπημένον αγοροειδές κοράσιον, το αρρενωπόν και ιταμόν του οποίου πρόσωπον εξέφραζε παν άλλο ή την γνωστήν εκείνην αιδήμονα γλυκύτητα και μετριόφρονα χάριν παρθενικής όψεως. Εν αντιθέσει προς ταύτα, δύο παχείαι μακρόταται πλεξίδες κομψώς εζευγμέναι διά κυανής ταινίας παρείχον εις τα νώτα της νεάνιδος τον μάλλον υπερήφανον κόσμον του γυναικείου σώματος, ενώ τας μικράς και επιμελώς γαντωμένας χείρας της εβάρυνον διπλά και τριπλά βραχιόλια πολύτιμα, όπως ήτο πολύτιμος και η καρφοβελώνη η αστράπτουσα διά του στενού ανοίγματος του μακρού της επενδύτου. Ήξευρον ότι ο πατήρ αυτής, Μικρασιανός Έλλην, αλλ' Αγγλίδα νυμφευμένος, ήτον υπέρπλουτος άνθρωπος, διατελών εις ύπατον και λίαν προσοδοφόρον αξίωμα παρά τη Αγγλική Κυβερνήσει εν Καλκούττη. Η θέα του βαρέος εκείνου χρυσού περί τους βραχίονας μήπω καλώς ανεπτυγμένης κορασίδος ανεκάλεσε τον υπερεξαγγλισθέντα Κροίσον εις την μνήμην μου.