Προσμένω μόνο την Αγάπη, για να παραδοθώ, τέλος, στα χέρια της. Νά γιατί είνε τόσο αργά, και γιατί είμαι ένοχος τόσων παραλείψεων. Έρχουνται με τους νόμους τους και με τους κώδικές τους για να με δέσουν χειροπόδαρα. Μα, εγώ πάντα τους διαφεύγω, γιατί προσμένω μόνο την αγάπη για να παραδοθώ, τέλος, στα χέρια της. Ο κόσμος με κατηγορεί και με λέει αξένοιαστο: δεν αμφιβάλλω πως έχει δίκαιο να με κατηγορή ο κόσμος. Η μέρα της αγοράς τέλειωσε κι' όλη η εργασία έγεινε. Εκείνοι πούρθαν και με κάλεσαν του κάκου, γύρισαν πίσω με θυμό. Προσμένω μόνο την αγάπη για να παραδοθώ, τέλος, στα χέρια της.
Σύννεφα σωριάζουνται απάνω σε σύννεφα κι' ο κόσμος σκοτεινιάζει. Α! Αγάπη γιατί μ' αφίνεις να περιμένω έξω από την πόρτα ολομόναχος; Στις πολυάσχολες στιγμές της μεσημεριάτικης δουλειάς είμαι με το πλήθος, μα, στη μοναξιά της σκοτεινής αυτής ημέρας, μόνο για σένα ελπίζω. Αν δε μου δείξης το πρόσωπό Σου, αν μ' αφήσης ολότελα παραμερισμένο, δεν ξέρω πώς να περάσω τις μακρυνές και βροχερές αυτές ώρες. Στέκομαι και κοιτάζω τον ουρανό που σκοτεινιάζει ως πέρα μακρυά, κ' η καρδιά μου τριγυρνά θρηνώντας με τον ανήσυχον άνεμο.
Αν δε μου μιλήσης θα γεμίσω την καρδιά μου με τη σιωπή Σου και θα υποφέρω το βάρος της. Θα σταθώ ακίνητος και θα προσμένω, σαν τη νύχτα στην αστρόφεγγη αγρυπνιά της, με το κεφάλι σκυφτό και με υπομονή. Σίγουρα θάρθη η μέρα. Το σκοτάδι θα σκορπίση και η φωνή σου θα κελαρύση απ' τον ουρανό, σα ρυάκι με νερά μαλαματένια. Τότε τα λόγια σου θα φτερουγίσουν, σαν τα τραγούδια στις φωλιές των πουλιών σου, κ' οι μελωδίες σου θα ξανοίξουν σαν τα μπουμπούκια των λουλουδιών σ' όλα τ' άλση των δασών μου.
Την ημέρα που λουλούδισε ο λωτός, αλλοί μου! ήταν ο νους μου παραστρατισμένος και δεν το πρόσεξα. Το πανέρι μου ήταν αδειανό και το λουλούδι απόμενε παρατημένο. Μόνο κάποτε, κάποτε, μια λύπη έπεφτε απάνω μου, και ξύπνησα από τα όνειρά μου, κ' αισθάνθηκα το λεπτό άρωμα μιας παράξενης ευωδιάς στο αεράκι του Νοτιά. Στην ακαθόριστη εκείνη γλύκα, η καρδιά μου λιγωνόταν από πόθο, και μου φαινόταν σαν νάταν η διάθερμη του καλοκαιριού πνοή που αναζητούσε την τελειοποίησί της. Δεν ήξερα, τότε, πως ήταν τόσο κοντά, πως ήταν δικιά μου, και πως η τέλεια αυτή γλύκα ανθούσε στα βάθη της δικιάς μου καρδιάς.
Πρέπει να ρίξω στα κύματα τη βάρκα μου. Άτονες οι ώρες περνούν απάνω απ' τ' ακρογιάλι. - Αλλοίμονο σε μένα! Η Άνοιξι έδωσε όλη την άνθησί της, και μας αποχαιρετά. Και τώρα, με το φορτίο των μαραμένων και ανώφελων λουλουδιών, περιμένω και χασομερώ. Τα κύματα άρχισαν να κάνουν ταραχή, κι' απάνω στην ακτή, στο μονοπάτι, το γεμάτο ίσκιους, τα κίτρινα φύλλα τρεμουλιάζουν και πέφτουν. Τι κενό ατενίζεις, ω ψυχή μου; Δεν αισθάνεσαι μίαν ανατριχίλα να περνά στον αέρα μαζί με τις νότες του απόμακρου τραγουδιού που πλέει απ' τ' άλλο ακρογιάλι;
Στους βαθιούς ίσκιους του βροχερού Ιουλίου, με μυστική περπατησιά διαβαίνεις, σιωπηλός σαν τη νύχτα, κ' οι νυχτοφύλακες που αγρυπνούνε δε Σε παίρνουν νόγα. Σήμερα, η Αυγή σφάλιξε τα μάτια της, απρόσεκτη στα επίμονα καλέσματα του μεγαλόφωνου Λεβάντε, κ' ένας πυκνός πέπλος άπλωσε απάνω στον πάντα ξυπνό γαλάζιον ουρανό. Τα δάση πάψαν τα τραγούδια τους, κ' οι πόρτες όλες κλείστηκαν σε κάθε σπίτι. Συ μόνος είσαι ο μοναχικός διαβάτης στον ερημικό τούτο δρόμο. Ω! Μοναδικέ μου Φίλε, Συ, πιο αγαπημένε μου απ' όλους, οι πόρτες είνε ανοιχτές στο σπίτι μου - μην περάσης απ' έξω σαν ένα όνειρο.
Σύννεφα σωριάζουνται απάνω σε σύννεφα κι' ο κόσμος σκοτεινιάζει. Α! Αγάπη γιατί μ' αφίνεις να περιμένω έξω από την πόρτα ολομόναχος; Στις πολυάσχολες στιγμές της μεσημεριάτικης δουλειάς είμαι με το πλήθος, μα, στη μοναξιά της σκοτεινής αυτής ημέρας, μόνο για σένα ελπίζω. Αν δε μου δείξης το πρόσωπό Σου, αν μ' αφήσης ολότελα παραμερισμένο, δεν ξέρω πώς να περάσω τις μακρυνές και βροχερές αυτές ώρες. Στέκομαι και κοιτάζω τον ουρανό που σκοτεινιάζει ως πέρα μακρυά, κ' η καρδιά μου τριγυρνά θρηνώντας με τον ανήσυχον άνεμο.
Αν δε μου μιλήσης θα γεμίσω την καρδιά μου με τη σιωπή Σου και θα υποφέρω το βάρος της. Θα σταθώ ακίνητος και θα προσμένω, σαν τη νύχτα στην αστρόφεγγη αγρυπνιά της, με το κεφάλι σκυφτό και με υπομονή. Σίγουρα θάρθη η μέρα. Το σκοτάδι θα σκορπίση και η φωνή σου θα κελαρύση απ' τον ουρανό, σα ρυάκι με νερά μαλαματένια. Τότε τα λόγια σου θα φτερουγίσουν, σαν τα τραγούδια στις φωλιές των πουλιών σου, κ' οι μελωδίες σου θα ξανοίξουν σαν τα μπουμπούκια των λουλουδιών σ' όλα τ' άλση των δασών μου.
Την ημέρα που λουλούδισε ο λωτός, αλλοί μου! ήταν ο νους μου παραστρατισμένος και δεν το πρόσεξα. Το πανέρι μου ήταν αδειανό και το λουλούδι απόμενε παρατημένο. Μόνο κάποτε, κάποτε, μια λύπη έπεφτε απάνω μου, και ξύπνησα από τα όνειρά μου, κ' αισθάνθηκα το λεπτό άρωμα μιας παράξενης ευωδιάς στο αεράκι του Νοτιά. Στην ακαθόριστη εκείνη γλύκα, η καρδιά μου λιγωνόταν από πόθο, και μου φαινόταν σαν νάταν η διάθερμη του καλοκαιριού πνοή που αναζητούσε την τελειοποίησί της. Δεν ήξερα, τότε, πως ήταν τόσο κοντά, πως ήταν δικιά μου, και πως η τέλεια αυτή γλύκα ανθούσε στα βάθη της δικιάς μου καρδιάς.
Πρέπει να ρίξω στα κύματα τη βάρκα μου. Άτονες οι ώρες περνούν απάνω απ' τ' ακρογιάλι. - Αλλοίμονο σε μένα! Η Άνοιξι έδωσε όλη την άνθησί της, και μας αποχαιρετά. Και τώρα, με το φορτίο των μαραμένων και ανώφελων λουλουδιών, περιμένω και χασομερώ. Τα κύματα άρχισαν να κάνουν ταραχή, κι' απάνω στην ακτή, στο μονοπάτι, το γεμάτο ίσκιους, τα κίτρινα φύλλα τρεμουλιάζουν και πέφτουν. Τι κενό ατενίζεις, ω ψυχή μου; Δεν αισθάνεσαι μίαν ανατριχίλα να περνά στον αέρα μαζί με τις νότες του απόμακρου τραγουδιού που πλέει απ' τ' άλλο ακρογιάλι;
Στους βαθιούς ίσκιους του βροχερού Ιουλίου, με μυστική περπατησιά διαβαίνεις, σιωπηλός σαν τη νύχτα, κ' οι νυχτοφύλακες που αγρυπνούνε δε Σε παίρνουν νόγα. Σήμερα, η Αυγή σφάλιξε τα μάτια της, απρόσεκτη στα επίμονα καλέσματα του μεγαλόφωνου Λεβάντε, κ' ένας πυκνός πέπλος άπλωσε απάνω στον πάντα ξυπνό γαλάζιον ουρανό. Τα δάση πάψαν τα τραγούδια τους, κ' οι πόρτες όλες κλείστηκαν σε κάθε σπίτι. Συ μόνος είσαι ο μοναχικός διαβάτης στον ερημικό τούτο δρόμο. Ω! Μοναδικέ μου Φίλε, Συ, πιο αγαπημένε μου απ' όλους, οι πόρτες είνε ανοιχτές στο σπίτι μου - μην περάσης απ' έξω σαν ένα όνειρο.