Τις μικροδιαφορές που τυχαίνει να έχουν ανάμεσό τους οι χωριανοί, τις ξεδιαλύνουν οι δημογέροντες - έφοροι του σκολειού κ' επίτροποι της εκκλησιάς. Άμα βέβαια έχουνε μεγάλες διαφορές, τότε πηγαίνουν κάτω στη χώρα, να τους δικάσει κριτής, ειρηνοδίκης ή δικαστήριο. Μα πάντα καλλίτερα έχουν να μην κατεβαίνουν για τέτοιες δουλειές στη χώρα. Και μπελάς είναι και έξοδα γίνονται. Ενώ στο χωριό, με τη βοήθεια των γερόντων, άμα λείπουν τα πείσματα, όλα συμβιβάζουνται.
Οι γέροντες έχουν και άλλα να σκεφτούν. Θα συμφωνήσουν το δάσκαλο και τη δασκάλα, θα διορίσουν τον καντηλανάφτη, το δραγάτη, θα φροντίσουν για το σκολειό αν θέλει διόρθωμα, την εκκλησιά, αν θέλει καθάρισμα ή στόλισμα, τους δρόμους, αν είναι να φτειαστεί ή να σιαχτεί κανένας.
Με την κοινότητα ο δάσκαλος κάνει συμβόλαιο και το υπογράφουν. Του δίνουνε μιστό και σπίτι, και ξύλα για κάψιμο. Καμιά φορά του τάζουν και τόσα κοιλά σιτάρι. Πόσες φορές θα ήταν καλλίτερα να του έδιναν κριθάρι! Ο μισθός του γίνεται καλλίτερος αν κάνει και τον ψάλτη. Και τη δασκάλα την περιποιούνται οι χωριανοί, εξόν αν τύχει καμιά φανταγμένη, που δεν τους καταδέχεται, μόνο παραπονιέται αδιάκοπα για το κάθε τι και φορεί μεγάλα καπέλλα φτερωτά.
Ο παπάς είναι χωριανός, σαν τους άλλους, με λίγα γράμματα. Σπάνια τον αλλάζουν, με την άδεια βέβαια πάντα και την ευλογία του Δεσπότη. Έχει και αυτός το χωράφι του, το αμπέλι του, τη γυναίκα του, το σπίτι του και την αγελάδα του. Η παπαδιά είναι σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού. Και λειτουργάει ο παπάς κάθε κυριακή και σκόλη. Τον βλέπεις σε κάθε λείψανο, στεφάνωση και βάφτιση. Είναι ήσυχος άνθρωπος, κανένα δε θέλει να κακοκαρδίσει, δεν πολυανακατεύεται στα μαλώματα και στους θυμούς των χωριανών, και χαίρεται σαν του φιλούν το χέρι.
Ο Δεσπότης θα περάσει μια φορά το χρόνο και θα λειτουργήσει. Μετά το Ευαγγέλιο "κηρύττει τον λόγον του Θεού" με λόγια που κανένας ίσως δεν τα καταλαβαίνει. Του μετρούν τα κανονικά του και τα τυχερά του, και ό,τι καθυστερούμενα έχει να πάρει, τα ζητεί. Αν είναι τίποτα ζητήματα, τα ξεδιαλύνει ή δεν τα ξεδιαλύνει και φεύγει.
Η ποταμιά κοντά στο χωριό είναι βαθειά, ντυμένη πλατάνια, πικροδάφνες και δάφνες. Εκεί πλένουν οι γυναίκες τα ρούχα. Από την άλλη τη μεριά σηκώνεται το βουνό που βγάζουν την πέτρα για τα σπίτια, και το δάσος που κάνουν τα κάρβουνα.
Σαν πάρει ο χωριανός τη ράχη του βουνού κι ανέβει στην κορυφή, βλέπει κάτω τις στέγες του χωριού του, και αγναντεύει άλλα χωριά που τα έχει ακουστά, και την πολιτεία εκεί δα πέρα, κοντά στη θάλασσα. Και μικραίνει το χωριό του. Νοιώθει πως δεν είναι μοναχό στον κόσμο, και πως ο τόπος είναι μεγάλος. Και τότε - τότε του έρχεται να γνωρίσει και τάλλα τα χωριά, και να κατεβεί στη χώρα, να ζυγώσει στη μεγάλη λίμνη με τ' αρμυρό νερό.
Γνώρισε την πολιτεία, και αρχή του φάνηκε καλή. Σα να είναι πιο ελεύθερα τα πράματα εδώ. Χωράφια δε βλέπει, μήτε λιβάδια, μα βρίσκει καπηλειά πολλά, και πίνει κρασί με πολλούς συντρόφους. Και δεν ντρέπεται πολύ τους πολίτες, γιατί δεν τονέ γνωρίζουν. Του μάθανε να βρίσκει και γυναίκες για μια βραδιά, με λιγοστά χρήματα. Αγάλι αγάλι η πολιτεία τον ποτίζει τα φαρμάκια της, αρχίζει και στενοχωριέται. Σαν άρρωστος είναι, και ξαναθυμάται το χωριό του.
Εδώ, στην πολιτεία, είναι σαν το ξερριζωμένο πλατάνι της ρεματιάς, που αποζητάει το χώμα και τις πέτρες που το γέννησαν.
Και μακρύτερα μπορεί να πάγει. Η θάλασσα κοντά. Καράβια περνούν κάθε μέρα. Στο χέρι του είναι· ποιος θα τον εμποδίσει; Ας πάγει κι αυτός στην ξενιτιά να γίνει πλούσιος. Και φεύγει. Και νοιώθει πως ο τόπος που άφησε, με τα χωριά και τις πολιτείες του, ήταν πατρίδα, η πατρίδα του, - η μεγάλη πατρίδα. Βρίσκονται στον κόσμο και άλλοι τόποι, ξένοι τόποι, που μιλούν οι άνθρωποι άλλες γλώσσες και έχουν άλλα συνήθια. Τα σπίτια τους είναι διαφορετικά κι αλλοιώτικες οι εκκλησιές. Οι πολιτείες μπορεί να είναι μεγάλες, μεγαλόπρεπες, και φαίνονται σαν πλούσιες. Αυτός όμως κάθεται σε μια σοφίτα σκοτεινή, με τέσσερες άλλους μέσα. Πού είναι το σπίτι του το νοικοκυρεμένο, στο χωριό! Το χρήμα δεν είναι χυτό στους δρόμους. Δε σκύβει να μαζέψει χρυσάφι, παρά και αυτού δουλειά αναγκάζεται να γυρέψει. Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ' ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή!
Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάννας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά. Και θυμάται τα βώδια, το αλέτρι, το χώμα, τις αγελάδες, τα δέντρα, και τις πέτρες του βουνού, και τα λιθάρια του δρόμου. Του φαίνεται πως δεν τα δούλεψε όσο έπαιρνε.
Φεύγουν όμως και άλλοι από το χωριό.
Εκείνοι που αφίνουν το χωριό τους και παν σε μεγαλύτερα κέντρα για να σπουδάσουν, εκείνοι που, με κάποια υποστήριξη, είτε της οικογένειας είτε των φίλων, του βουλευτή τους ή του Δεσπότη, εξακολουθούν τις σπουδές τους, και από το χωριάτικο σχολειό της χώρας, στο γυμνάσιο, κ' έπειτα στο πανεπιστήμιο. Οι χωριάτες δεν ξέρουν τι κάνουν στέλνοντας τα παιδιά τους σε ανώτερα σχολεία. "Για να γίνεις άνθρωπος, λεν του παιδιού τους, πρέπει να πας στο Γυμνάσιο να μάθεις γράμματα". Και αφού τελειώσει το Γυμνάσιο, το στέλνουν και στο Πανεπιστήμιο. Φαντάζονται πως αν γίνει γιατρός ή δικηγόρος ο γιός τους, θα τιμηθεί τάχα η οικογένεια. Μα δε νοιώθουν πως τιμή είναι η δουλειά, κι ούτε το γυμνάσιο, ούτε το επάγγελμα κάνουν τον άνθρωπο. Άνθρωπος είναι εκείνος που έχει οικογενειακή ανατροφή, είτε σε πολιτεία ανατράφηκε είτε σε χωριό, είτε ξέρει γράμματα, είτε δεν ξέρει. Άνθρωπος είναι εκείνος που παίρνει τη δουλειά του πατέρα του και την καλλιτερεύει.
Του χωριάτη ο γιος πρέπει να μείνει χωριάτης, του παπουτσή παπουτσής, του φούρναρη φούρναρης. Και πάλι του εμπόρου ο γιός έμπορος, και του τραπεζίτη τραπεζίτης. Και μόνο έτσι καλλιτερεύει η εργασία του καθενός.
Ο γιός μαθαίνει από τον πατέρα του, καλλίτερα παρά από κάθε άλλον, την τέχνη που έχει να κάνει όλη του τη ζωή. Και ο πατέρας πάλι μια τέχνη μονάχα ξέρει να διδάξει στο παιδί του, την τέχνη που ξέρει, τη δική του την τέχνη. Και τότε ο γιός, εξακολουθώντας την τέχνη του πατέρα του, μπορεί να την καλλιτερέψει. Μονομιάς ο άνθρωπος από παπουτσής δε γίνεται στρατηγός ουδέ τραπεζίτης. Και του παπουτσή ο γιός δε γίνεται πρωθυπουργός. Μπορεί όμως ο γιός του παπουτσή να μεγαλώσει το εμπόριο που έμαθε από τον πατέρα του και να γίνει μεγαλέμπορος. Μπορεί και άλλη σχετική τέχνη να πιάσει, να γίνει δερματέμπορος. Και ταμπάκικο μπορεί νανοίξει. Μπορεί καινούριες τέχνες ν' ανακαλύψει, και να βγάλει στη μέση καινούριους τρόπους εργασίας, καινούρια μέσα. Και θα βάλει τότε κι αυτός στις νέες τούτες τέχνες και δουλειές το παιδί του. Και σ' άλλους πολλούς πατριώτες του θα δώσει δουλειά.
Αυτοί γίνουνται οι πιο χρήσιμοι άνθρωποι σε μια κοινωνία, όσοι κάνουν τη δουλειά του πατέρα τους, καλλιτερεύοντας και μεγαλώνοντάς τηνα. Όσοι αφήνουν την τέχνη του πατέρα τους και την καταφρονούν, οι περισσότεροι χάνονται, δεν κάνουν τίποτε καλό, ούτε στον εαυτό τους, ούτε στους άλλους. Θα καταντήσουν είτε υπάλληλοι με μεγάλες απαιτήσεις και τιποτένιο μισθό, είτε τεμπέληδες δασκάλοι για ν' αποστραβώσουν τους άλλους, είτε μπεκρήδες, ακαμάτες και παραλυμένοι - δηλαδή η ψώρα μιας κοινωνίας. Δάσκαλοι δεν πρέπει να βγαίνουν από τους τέτοιους ανθρώπους. Στην Ελλάδα απ' αυτούς βγαίνουν και οι κομματάρχες, γιατί με τη βοήθεια του βουλευτή τους θα βρούνε καμιά θεσούλα κυβερνητική να κουτσοζήσουν, οι τιποτένιοι!
Ο γεωργός που με η δουλειά του και τη δουλειά του πατέρα του, γίνεται πλούσιος και καταπιάνεται στο μικροεμπόριο, εκείνος με τον καιρό, ή το παιδί του, φυσικά θα κατασταλάξει μια μέρα στη χώρα, για να μεγαλώσει το εμπόριό του.
Μα να φεύγουν οι φτωχοί ζευγολάτες από το χωριό τους για να παν στις πολιτείες και στην ξενιτιά, είτε για να πλουταίνουν είτε για να σπουδάσουν και να γίνουν μεγάλοι άνθρωποι, - αυτό ποτέ δε βγαίνει σε καλό τους. Κανείς απ' αυτούς δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε βγήκε μεγάλος. Οι εξαίρεσες είναι τόσο σπάνιες, που μήτε λογαριάζονται.
Οι γονιοί οι γνωστικοί, όσοι νοιώθουν από κόσμο, δε θα σπρώξουν ποτέ τα παιδιά τους σε τέτοιο στραβό δρόμο, παρά θα τα αναθρέψουν έτσι, που να μείνουν σιμά τους, και θα τα μάθουν από μικρά την τέχνη τους. Έτσι μονάχα τα παιδιά θα γίνουν άνθρωποι, δηλαδή χρήσιμοι στην Κοινωνία και στον εαυτό τους. Γιατί οι γνωστικοί ξέρουν πως ο άνθρωπος δε γίνεται ούτε με τα πολλά γράμματα, ούτε με τα πολλά χρήματα. Γίνεται με την οικογενειακή ανατροφή και με τη δουλειά.
Οι γέροντες έχουν και άλλα να σκεφτούν. Θα συμφωνήσουν το δάσκαλο και τη δασκάλα, θα διορίσουν τον καντηλανάφτη, το δραγάτη, θα φροντίσουν για το σκολειό αν θέλει διόρθωμα, την εκκλησιά, αν θέλει καθάρισμα ή στόλισμα, τους δρόμους, αν είναι να φτειαστεί ή να σιαχτεί κανένας.
Με την κοινότητα ο δάσκαλος κάνει συμβόλαιο και το υπογράφουν. Του δίνουνε μιστό και σπίτι, και ξύλα για κάψιμο. Καμιά φορά του τάζουν και τόσα κοιλά σιτάρι. Πόσες φορές θα ήταν καλλίτερα να του έδιναν κριθάρι! Ο μισθός του γίνεται καλλίτερος αν κάνει και τον ψάλτη. Και τη δασκάλα την περιποιούνται οι χωριανοί, εξόν αν τύχει καμιά φανταγμένη, που δεν τους καταδέχεται, μόνο παραπονιέται αδιάκοπα για το κάθε τι και φορεί μεγάλα καπέλλα φτερωτά.
Ο παπάς είναι χωριανός, σαν τους άλλους, με λίγα γράμματα. Σπάνια τον αλλάζουν, με την άδεια βέβαια πάντα και την ευλογία του Δεσπότη. Έχει και αυτός το χωράφι του, το αμπέλι του, τη γυναίκα του, το σπίτι του και την αγελάδα του. Η παπαδιά είναι σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού. Και λειτουργάει ο παπάς κάθε κυριακή και σκόλη. Τον βλέπεις σε κάθε λείψανο, στεφάνωση και βάφτιση. Είναι ήσυχος άνθρωπος, κανένα δε θέλει να κακοκαρδίσει, δεν πολυανακατεύεται στα μαλώματα και στους θυμούς των χωριανών, και χαίρεται σαν του φιλούν το χέρι.
Ο Δεσπότης θα περάσει μια φορά το χρόνο και θα λειτουργήσει. Μετά το Ευαγγέλιο "κηρύττει τον λόγον του Θεού" με λόγια που κανένας ίσως δεν τα καταλαβαίνει. Του μετρούν τα κανονικά του και τα τυχερά του, και ό,τι καθυστερούμενα έχει να πάρει, τα ζητεί. Αν είναι τίποτα ζητήματα, τα ξεδιαλύνει ή δεν τα ξεδιαλύνει και φεύγει.
Η ποταμιά κοντά στο χωριό είναι βαθειά, ντυμένη πλατάνια, πικροδάφνες και δάφνες. Εκεί πλένουν οι γυναίκες τα ρούχα. Από την άλλη τη μεριά σηκώνεται το βουνό που βγάζουν την πέτρα για τα σπίτια, και το δάσος που κάνουν τα κάρβουνα.
Σαν πάρει ο χωριανός τη ράχη του βουνού κι ανέβει στην κορυφή, βλέπει κάτω τις στέγες του χωριού του, και αγναντεύει άλλα χωριά που τα έχει ακουστά, και την πολιτεία εκεί δα πέρα, κοντά στη θάλασσα. Και μικραίνει το χωριό του. Νοιώθει πως δεν είναι μοναχό στον κόσμο, και πως ο τόπος είναι μεγάλος. Και τότε - τότε του έρχεται να γνωρίσει και τάλλα τα χωριά, και να κατεβεί στη χώρα, να ζυγώσει στη μεγάλη λίμνη με τ' αρμυρό νερό.
Γνώρισε την πολιτεία, και αρχή του φάνηκε καλή. Σα να είναι πιο ελεύθερα τα πράματα εδώ. Χωράφια δε βλέπει, μήτε λιβάδια, μα βρίσκει καπηλειά πολλά, και πίνει κρασί με πολλούς συντρόφους. Και δεν ντρέπεται πολύ τους πολίτες, γιατί δεν τονέ γνωρίζουν. Του μάθανε να βρίσκει και γυναίκες για μια βραδιά, με λιγοστά χρήματα. Αγάλι αγάλι η πολιτεία τον ποτίζει τα φαρμάκια της, αρχίζει και στενοχωριέται. Σαν άρρωστος είναι, και ξαναθυμάται το χωριό του.
Εδώ, στην πολιτεία, είναι σαν το ξερριζωμένο πλατάνι της ρεματιάς, που αποζητάει το χώμα και τις πέτρες που το γέννησαν.
Και μακρύτερα μπορεί να πάγει. Η θάλασσα κοντά. Καράβια περνούν κάθε μέρα. Στο χέρι του είναι· ποιος θα τον εμποδίσει; Ας πάγει κι αυτός στην ξενιτιά να γίνει πλούσιος. Και φεύγει. Και νοιώθει πως ο τόπος που άφησε, με τα χωριά και τις πολιτείες του, ήταν πατρίδα, η πατρίδα του, - η μεγάλη πατρίδα. Βρίσκονται στον κόσμο και άλλοι τόποι, ξένοι τόποι, που μιλούν οι άνθρωποι άλλες γλώσσες και έχουν άλλα συνήθια. Τα σπίτια τους είναι διαφορετικά κι αλλοιώτικες οι εκκλησιές. Οι πολιτείες μπορεί να είναι μεγάλες, μεγαλόπρεπες, και φαίνονται σαν πλούσιες. Αυτός όμως κάθεται σε μια σοφίτα σκοτεινή, με τέσσερες άλλους μέσα. Πού είναι το σπίτι του το νοικοκυρεμένο, στο χωριό! Το χρήμα δεν είναι χυτό στους δρόμους. Δε σκύβει να μαζέψει χρυσάφι, παρά και αυτού δουλειά αναγκάζεται να γυρέψει. Αφού είδε κι απόειδε, κατάφερε τέλος και τον πήραν εργάτη σ' ένα σιδερόδρομο, με δυο τρία φράγκα την ημέρα. Δεν είναι προκοπή αυτή!
Ο ξενιτεμένος θυμάται το χωριό του και αποζητά το σπίτι του πατέρα του, της μάννας του το χάδι, το ψωμί το σπιτίσιο, το καλό κρασί του αμπελιού τους. Σα να μην τα χάρηκε αρκετά. Και θυμάται τα βώδια, το αλέτρι, το χώμα, τις αγελάδες, τα δέντρα, και τις πέτρες του βουνού, και τα λιθάρια του δρόμου. Του φαίνεται πως δεν τα δούλεψε όσο έπαιρνε.
Φεύγουν όμως και άλλοι από το χωριό.
Εκείνοι που αφίνουν το χωριό τους και παν σε μεγαλύτερα κέντρα για να σπουδάσουν, εκείνοι που, με κάποια υποστήριξη, είτε της οικογένειας είτε των φίλων, του βουλευτή τους ή του Δεσπότη, εξακολουθούν τις σπουδές τους, και από το χωριάτικο σχολειό της χώρας, στο γυμνάσιο, κ' έπειτα στο πανεπιστήμιο. Οι χωριάτες δεν ξέρουν τι κάνουν στέλνοντας τα παιδιά τους σε ανώτερα σχολεία. "Για να γίνεις άνθρωπος, λεν του παιδιού τους, πρέπει να πας στο Γυμνάσιο να μάθεις γράμματα". Και αφού τελειώσει το Γυμνάσιο, το στέλνουν και στο Πανεπιστήμιο. Φαντάζονται πως αν γίνει γιατρός ή δικηγόρος ο γιός τους, θα τιμηθεί τάχα η οικογένεια. Μα δε νοιώθουν πως τιμή είναι η δουλειά, κι ούτε το γυμνάσιο, ούτε το επάγγελμα κάνουν τον άνθρωπο. Άνθρωπος είναι εκείνος που έχει οικογενειακή ανατροφή, είτε σε πολιτεία ανατράφηκε είτε σε χωριό, είτε ξέρει γράμματα, είτε δεν ξέρει. Άνθρωπος είναι εκείνος που παίρνει τη δουλειά του πατέρα του και την καλλιτερεύει.
Του χωριάτη ο γιος πρέπει να μείνει χωριάτης, του παπουτσή παπουτσής, του φούρναρη φούρναρης. Και πάλι του εμπόρου ο γιός έμπορος, και του τραπεζίτη τραπεζίτης. Και μόνο έτσι καλλιτερεύει η εργασία του καθενός.
Ο γιός μαθαίνει από τον πατέρα του, καλλίτερα παρά από κάθε άλλον, την τέχνη που έχει να κάνει όλη του τη ζωή. Και ο πατέρας πάλι μια τέχνη μονάχα ξέρει να διδάξει στο παιδί του, την τέχνη που ξέρει, τη δική του την τέχνη. Και τότε ο γιός, εξακολουθώντας την τέχνη του πατέρα του, μπορεί να την καλλιτερέψει. Μονομιάς ο άνθρωπος από παπουτσής δε γίνεται στρατηγός ουδέ τραπεζίτης. Και του παπουτσή ο γιός δε γίνεται πρωθυπουργός. Μπορεί όμως ο γιός του παπουτσή να μεγαλώσει το εμπόριο που έμαθε από τον πατέρα του και να γίνει μεγαλέμπορος. Μπορεί και άλλη σχετική τέχνη να πιάσει, να γίνει δερματέμπορος. Και ταμπάκικο μπορεί νανοίξει. Μπορεί καινούριες τέχνες ν' ανακαλύψει, και να βγάλει στη μέση καινούριους τρόπους εργασίας, καινούρια μέσα. Και θα βάλει τότε κι αυτός στις νέες τούτες τέχνες και δουλειές το παιδί του. Και σ' άλλους πολλούς πατριώτες του θα δώσει δουλειά.
Αυτοί γίνουνται οι πιο χρήσιμοι άνθρωποι σε μια κοινωνία, όσοι κάνουν τη δουλειά του πατέρα τους, καλλιτερεύοντας και μεγαλώνοντάς τηνα. Όσοι αφήνουν την τέχνη του πατέρα τους και την καταφρονούν, οι περισσότεροι χάνονται, δεν κάνουν τίποτε καλό, ούτε στον εαυτό τους, ούτε στους άλλους. Θα καταντήσουν είτε υπάλληλοι με μεγάλες απαιτήσεις και τιποτένιο μισθό, είτε τεμπέληδες δασκάλοι για ν' αποστραβώσουν τους άλλους, είτε μπεκρήδες, ακαμάτες και παραλυμένοι - δηλαδή η ψώρα μιας κοινωνίας. Δάσκαλοι δεν πρέπει να βγαίνουν από τους τέτοιους ανθρώπους. Στην Ελλάδα απ' αυτούς βγαίνουν και οι κομματάρχες, γιατί με τη βοήθεια του βουλευτή τους θα βρούνε καμιά θεσούλα κυβερνητική να κουτσοζήσουν, οι τιποτένιοι!
Ο γεωργός που με η δουλειά του και τη δουλειά του πατέρα του, γίνεται πλούσιος και καταπιάνεται στο μικροεμπόριο, εκείνος με τον καιρό, ή το παιδί του, φυσικά θα κατασταλάξει μια μέρα στη χώρα, για να μεγαλώσει το εμπόριό του.
Μα να φεύγουν οι φτωχοί ζευγολάτες από το χωριό τους για να παν στις πολιτείες και στην ξενιτιά, είτε για να πλουταίνουν είτε για να σπουδάσουν και να γίνουν μεγάλοι άνθρωποι, - αυτό ποτέ δε βγαίνει σε καλό τους. Κανείς απ' αυτούς δεν έγινε ποτέ ούτε πλούσιος, ούτε βγήκε μεγάλος. Οι εξαίρεσες είναι τόσο σπάνιες, που μήτε λογαριάζονται.
Οι γονιοί οι γνωστικοί, όσοι νοιώθουν από κόσμο, δε θα σπρώξουν ποτέ τα παιδιά τους σε τέτοιο στραβό δρόμο, παρά θα τα αναθρέψουν έτσι, που να μείνουν σιμά τους, και θα τα μάθουν από μικρά την τέχνη τους. Έτσι μονάχα τα παιδιά θα γίνουν άνθρωποι, δηλαδή χρήσιμοι στην Κοινωνία και στον εαυτό τους. Γιατί οι γνωστικοί ξέρουν πως ο άνθρωπος δε γίνεται ούτε με τα πολλά γράμματα, ούτε με τα πολλά χρήματα. Γίνεται με την οικογενειακή ανατροφή και με τη δουλειά.